Δημοσιεύτηκε στην ψηφιακή εφημερίδα Ipaper
του Απόστολου Χονδρόπουλου
Η διαχείριση των αυξήσεων στους ένστολους που από θετική κυβερνητική πρωτοβουλία πήγε να εξελιχθεί σε εστία εσωκομματικής αναταραχής, συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση παραδείγματος προς αποφυγήν.
Γνώριζε η κυβέρνηση πως κάθε αύξηση στις Ένοπλες Δυνάμεις θα ενεργοποιούσε, λόγω ειδικού μισθολογίου, αντίστοιχο αίτημα και για τα Σώματα Ασφαλείας. Θα μπορούσε λοιπόν- από την στιγμή που διαβεβαιώνει πως έχει πρόθεση να στηρίξει το σύνολο των ένστολων- να συνοδέψει εξαρχής τις εξαγγελίες με την ξεκάθαρη διευκρίνιση ότι προτίθεται να επεκτείνει τις αυξήσεις και σε Αστυνομία, Πυροσβεστική και Λιμενικό, παραπέμποντας και εξηγώντας γιατί οι συγκεκριμένες ανακοινώσεις θα γίνουν στην ΔΕΘ. Αυτό θα αρκούσε για να μην δημιουργηθεί η σύγχυση που πήρε και εσωκομματική διάσταση.
Αν, από την άλλη, δεν σχεδίαζε αρχικά επέκταση των αυξήσεων, αλλά το έκανε μετά τις αντιδράσεις- όχι μόνο εσωκομματικές αλλά και από το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας- τότε η παρέμβαση υπουργών και βουλευτών διόρθωσε μία παράλειψη. Και αντί να προκαλεί- αν προκαλεί- την οποιαδήποτε δυσαρέσκεια στο Μέγαρο Μαξίμου, μάλλον θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρωτοβουλία που βοήθησε τελικά την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει εξαρχής το ζήτημα της δικαιολογημένης δυσαρέσκειας των Σωμάτων Ασφαλείας για την εις βάρος τους “άνιση μεταχείριση”.
Έχουμε επισημάνει και πάλι ότι ευρισκόμενη στο μέσον της δεύτερης τετραετίας, η κυβέρνηση δεν διαθέτει πλέον άφθονο πολιτικό κεφάλαιο. Φαίνεται στις δημοσκοπήσεις, ενώ και ο ίδιος ο πρωθυπουργός αναγνώρισε στη ΚΟ ότι «βρισκόμαστε στον έκτο χρόνο και έχουμε υποστεί μία φθορά».
Δεν έχει λοιπόν την πολυτέλεια, το κεφάλαιο που της έχει απομείνει να το σπαταλά σε αχρείαστες τριβές, την στιγμή που είναι σαφές ότι θα το χρειαστεί εκεί που θα κριθούν όλα ως το 2027: Στις μείζονες μεταρρυθμιστικές προκλήσεις, οι οποίες απαιτούν σε αρκετές περιπτώσεις και συγκρούσεις με «παθογένειες» που η ίδια δηλώνει αποφασισμένη να αντιμετωπίσει.