Με σαφείς προειδοποιήσεις αλλά και αισιόδοξες επισημάνσεις για την ελληνική οικονομία, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μίλησε στη Γενική Συνέλευση της ΤτΕ. Κεντρικό μήνυμα της ομιλίας του ήταν η ανησυχία για τις διεθνείς εξελίξεις στον τομέα του εμπορίου, λόγω της πολιτικής δασμών που υιοθετούν οι ΗΠΑ, αλλά και η ανάγκη η Ελλάδα να συνεχίσει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής σταθερότητας.
Ανατροπές στο παγκόσμιο εμπόριο και επιπτώσεις στην ανάπτυξη
Όπως τόνισε ο κ. Στουρνάρας, οι εμπορικές εντάσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και μεγάλων εμπορικών εταίρων οδηγούν σε ανατροπή του υπάρχοντος πλαισίου στο παγκόσμιο εμπόριο. Η εξέλιξη αυτή προκαλεί επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας, ενώ επηρεάζει αρνητικά την επιχειρηματική εμπιστοσύνη, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
Για την Ελλάδα, οι άμεσες επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων εκτιμώνται ως περιορισμένες. Ωστόσο, η γενικότερη υποχώρηση της παγκόσμιας ανάπτυξης ενδέχεται να επιφέρει έμμεσες επιπτώσεις στην εγχώρια οικονομία.
Ανάγκη για επενδύσεις, μεταρρυθμίσεις και σταθερή πολιτική
Η απάντηση της Ελλάδας στις εξωτερικές προκλήσεις, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, βρίσκεται στη διατήρηση μιας αξιόπιστης δημοσιονομικής πολιτικής, στην ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Υπογράμμισε, μάλιστα, τη δυσκολία στην ποσοτικοποίηση του κόστους ενός εμπορικού πολέμου, γεγονός που καθιστά απαραίτητη τη θωράκιση της ελληνικής οικονομίας με διαρθρωτικά μέσα.
Σημαντικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας
Παρά τις διεθνείς προκλήσεις, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει εντυπωσιακή πρόοδο. Όπως σημειώνεται στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι επενδύσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά μετά το 2019, καλύπτοντας μέρος του κενού που δημιουργήθηκε κατά την κρίση. Συγκεκριμένα, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 60% σε πραγματικούς όρους μέχρι το 2024 – επίδοση που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.
Παράλληλα, η συνετή δημοσιονομική πολιτική, οι προσπάθειες περιορισμού της φοροδιαφυγής και τα συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα οδήγησαν σε σημαντική αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους. Η Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη μείωση δημόσιου χρέους μεταξύ των προηγμένων οικονομιών, με σωρευτική πτώση άνω των 50 ποσοστιαίων μονάδων ΑΕΠ σε τέσσερα χρόνια.
Δομικές αδυναμίες και ανάγκη περαιτέρω μεταρρυθμίσεων
Παρά τις επιτυχίες, ο διοικητής της ΤτΕ επεσήμανε ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σε τομείς όπως το κράτος δικαίου, η ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης και η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Οι αδυναμίες αυτές επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα και απαιτούν περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Το 2024 καταγράφηκε μικρή επιδείνωση στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας, κυρίως λόγω της ανατίμησης του ευρώ και της επιβράδυνσης της αύξησης της παραγωγικότητας. Ειδικά ως προς το μοναδιαίο κόστος εργασίας, υπήρξε σημαντική επιδείνωση, ως αποτέλεσμα υψηλότερης αύξησης αποδοχών έναντι της ευρωζώνης.
Θετικές προβλέψεις για το 2025
Για το 2025, οι εκτιμήσεις της ΤτΕ παραμένουν θετικές. Η ελληνική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,3%, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ανάπτυξη θα τροφοδοτηθεί κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση (+2%), τις επενδύσεις (+6%) και τις εξαγωγές (+3,8%).
Η ιδιωτική κατανάλωση θα ενισχυθεί από την αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων και την περαιτέρω μείωση του πληθωρισμού, ενώ οι επενδύσεις θα ωφεληθούν από τους ευρωπαϊκούς πόρους και την αυξημένη εμπιστοσύνη στην οικονομία.
Η θετική πορεία της οικονομίας αναμένεται να συμβάλει και στη συγκράτηση του πληθωρισμού, με τον ΕνΔΤΚ να εκτιμάται στο 2,9% και τον δομικό πληθωρισμό στο 3,6%. Η παραγωγικότητα θα διατηρηθεί σε ήπια ανοδική τροχιά (1%), ενώ οι αυξήσεις στις αποδοχές θα είναι χαμηλότερες συγκριτικά με το 2024.
Δημοσιονομική υπεραπόδοση και πλεονάσματα
Οι δημοσιονομικές επιδόσεις συνεχίζουν να ξεπερνούν τις προσδοκίες. Το πρωτογενές πλεόνασμα του 2024 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 3,5% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας σημαντικά τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου (2,4%) και του Προϋπολογισμού (2,5%).