Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Κωνσταντίνου Μπούρα
Η Συγκριτική Θεατρολογία είναι μεν συνέχεια τής Συγκριτικής Φιλολογίας, όμως το παραστασιακό γεγονός ενέχει, συμπεριλαμβάνει και ενσωματώνει διαφορετικούς γλωσσικούς και παραγλωσσικούς κώδικες. Σε επίπεδο όμως θεματογραφικό-ιδεολογικό και μορφικό-αισθητικό μπορούμε να βγάλουμε κάποια επισημειωματικά πρώτα συμπεράσματα και να προβούμε σε γενικές ή επιμέρους παρατηρήσεις συνεκδοχικού τύπου.
Είδαμε λοιπόν – με διαφορά μιας ημέρας, ή νύχτας – το «Δάσος» τού Μάμετ στο Θέατρο ΕΛ.ΕΡ και την κατά Μπινιάρη εκδοχή τού «Φάουστ» στην Κεντρική Σκηνή τού πολυπληθέστατου Εθνικού μας Θεάτρου, του κατακλυσμένου από φοιτητές, σπουδαστές και ανήσυχους πνευματικούς ανθρώπους.
Αυτό που συνδέει αυτές τις δύο σκηνικές πραγματώσεις είναι η Ψυχανάλυση. Στην φαουστική εκδοχή φανερά (με το χαρακτηριστικό ντιβάνι τού ψυχαναλυτή), στο διαπεραστικό έργο τού Μάμετ έμμεσα (δια της ψυχολογικής συγκρούσεως τού παρ’ ολίγον ζευγαριού στην απομόνωση ενός φυσικού τύπου, όπου αποκαλύπτεται η εσωτερική τους ερημιά και παρακολουθούμε ενεοί ένα δυστοπικό ψυχολογικό θρίλερ αγγλοσαξονικού τύπου).
Και ναι μεν το «Δάσος» συνεχίζει την προβληματική τού Ρουσσώ για τον «φυσικό άνθρωπο» αφενός και το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» τού Άλμπυ, σε συνδυασμό με την «Λυσσασμένη Γάτα» του Τεννεσσή Ουίλιαμς και άπειρες άλλες οπτικοακουστικές τους διακλαδώσεις-διαστρωματώσεις, όμως το θεοσοφικού προβληματισμού αναγεννησιακό έργο ζωής τού Γκαίτε (που συνεχίζει μία μακραίωνη μεσαιωνική – τουλάχιστον – παράδοση «ηθολογιών») καταδεικνύεται ανοικτό και ευεπίφορο σε αναδομητικές συνημιουργικές μεταπλάσεις-μετεξελίξεις-μεταστάσεις μεταβολιστικού (αν όχι και αναβολιστικού) στοχοθεσιακού προσήμου.
Όταν στον ρόλο τού θεού εμφανίζεται ο μολιερικός «Βασιλιάς Ήλιος» ως «από μηχανής», τότε ο Φρόιντ συναντάει τον Πυθαγόρα, το Σωκράτη, τον Σαίξπηρ και μόνον ακροθιγώς τον Αριστοτέλη (κυρίως στο επίπεδο τής αναλυτικής ανάγκης για νοησιαρχική επεξηγηματική επιχειρηματολογία). Κατά τα άλλα, η διπολική σύγκρουση Καλού-Κακού, Φωτός-Σκότους, Άσπρου-Μαύρου, Παραδείσου-Κόλασης καλά κρατεί σε αμφότερα τα δραματουργήματα, έτσι όπως σκηνοθετήθηκαν και ανεβαίνουν τώρα στα μέσα τής τρίτης δεκαετίας τού μεταβατικού-μεταιχμιακού εικοστού πρώτου αιώνα (των ψευδοπροφητών, των φοβιών, της ανασφάλειας που οφείλεται στις διάφορες και παντοειδείς καταστροφολογικές παραλογούσες Σειρήνες τε και Κασσάνδρες).
Η ουσία όμως είναι πως επανερχόμαστε διαρκώς στους «κλασικούς» και σε δοκιμασμένες μέσα στην Ιστορία των Πολιτισμικών Φαινομένων μακραίωνες αφηγηματικές τεχνικές προκειμένους να αποφύγουμε τις Συμπληγάδες και τους σκοπέλους τής αδιέξοδης (μα διόλου ανέξοδης) αποδομητικής μανίας, που προκαλεί καινοφανείς νεοπαγείς πρωτόφαντες νευρώσεις που χρήζουν ατομικής και συλλογικής «θεραπείας» (συμβουλευτικής αναλύσεως των χωροχρονικών συμφραζομένων μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας που μας ξεπερνάει).
Υπερβαίνοντας λοιπόν αφηγηματικά, ρυθμολογικά, αισθητικά, ειδολογικά, ιδεολογικά και πολιτιστικά στεγανά, χάρη τόσο στο Μοντέρνο όσο και εξ αιτίας του Μεταμοντέρνου φτάνουμε τώρα στην μετά την μετανεωτερική αποδομημένη επισφάλειά μας στην ανάγκη να ανασχηματίσουμε μυθολογικά στερεότυπα και φιλοσοφικές εμμονές προκειμένου να επιβιώσουμε στον πολυπολιτισμικό, ενοποιημένο κόσμο τής κβαντομηχανικής πέμπτης βιομηχανικής επανάστασης, σχεδόν ταυτόχρονης με την τέταρτη «Ρομποτική» τεχνολογική πανδαισία, ενόσω αμφότερες τροφοδοτούν το Σκιάχτρο που ονοματίζουμε προσωρινώς «Τεχνητή Νοημοσύνη» (ή συντομότερα: “AI”).
Βλέποντας συγκριτικά τα πολιτιστικά προϊόντα βγάζουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα για τα πολιτισμικά συμφραζόμενα μίας ρευστής ακαθόριστης, θολής (χωρίς συγκεκριμένα περιγράμματα) περιρρέουσας ατμόσφαιρας υπερβατικής και για τούτο σουρεαλιστικώς παράλογης που μας αφήνει ενεούς αλλά ενεργούς συνδημιουργικούς επαρκείς θεατές-ακροατές-αναγνώστες.
Ίδωμεν…
ΦΑΟΥΣΤ, βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Γκαίτε
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ – ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
Το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει από τις 19 Μαρτίου, στην Κεντρική σκηνή του Κτηρίου Τσίλλερ, τον Φάουστ, μια «εμπύρετη» παράσταση βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη και μια χαρισματική ομάδα ηθοποιών και συντελεστών. Ένα έργο έντονης μουσικότητας για τη δριμεία σύγκρουση ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα, το βίωμα και τη γνώση, το απολλώνιο και το διονυσιακό, αλλά και την αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου να βρει το νόημα της ύπαρξης και τη λύτρωση.
Η ιστορία του Φάουστ μεταφέρεται στο σήμερα σε μια παράσταση – εμβύθιση σε όλα εκείνα τα ένστικτα, τα συναισθήματα και τις σωματικές απολαύσεις που θυσιάζει η σύγχρονη εκδοχή του ήρωα στον βωμό του πνεύματος. Ο Φάουστ έρχεται σε επαφή με την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, σε μια αγωνιώδη καταβύθιση στο ανεξερεύνητο μέχρι τώρα ασυνείδητό του. Το ψυχικό, όμως, αυτό ταξίδι έχει «σατανικές» προεκτάσεις. Οι κρυφές δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής, οι ασυνείδητες επιθυμίες και τα καταπιεσμένα ένστικτα, οι φόβοι και οι ενοχές, που κατοικοεδρεύουν στο ψυχικό του υπογάστριο, τον προ(σ)καλούν σε έναν πρωτόγνωρο αγώνα με τον σκιώδη αυτόν κόσμο. Και είναι ακριβώς αυτές οι σκιές, αυτό το περιφρονημένο κομμάτι της ύπαρξης, που θα τον οδηγήσει στη μεγαλύτερη ιδεώδη και συνάμα θρησκευτική εμπειρία: τον έρωτα. Μόνο αυτός θα σταθεί ικανός να φέρει το φως κόντρα σε κάθε πτυχή του που ο ίδιος νιώθει «ρυπαρή», σε κάθε ενοχή και σε κάθε επιθυμία του απωθημένη. Μόνο αυτός θα τον φέρει αντιμέτωπο με τη μεγαλύτερη ως τώρα πρόκλησή του: την ίδια τη ζωή.
Από τον Γκαίτε στον Μάρλοου και τον ντε Σαντ, από τον Φρόιντ στον Γιουνγκ, ο Φάουστ του Άρη Μπινιάρη είναι μια διαδρομή στο υποσυνείδητο ενός από τους πιο συναρπαστικούς χαρακτήρες της δυτικής λογοτεχνίας. Ένα περιπετειώδες ψυχικό ταξίδι, μια περιπλάνηση στις ανεξάντλητες πτυχές ενός ήρωα που αποτελεί ακόμα και σήμερα σύμβολο της ανθρώπινης εξερεύνησης, των ηθικών διλημμάτων, του υπαρξιακού αδιεξόδου.
Το Δάσος του David Mamet.
Μια ποιητική εξερεύνηση της ανθρώπινης σχέσης.
Το αριστουργηματικό και σπάνια παρουσιαζόμενο έργο του David Mamet, “Το Δάσος” (“The Woods”), σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή έρχεται στη σκηνή του θεάτρου Ελένη Ερήμου (ΕΛ.ΕΡ.).
Με τη σκηνοθετική ματιά να εστιάζει στη λεπτομερή αποτύπωση της υπαρξιακής αναζήτησης και του αδιεξόδου της επικοινωνίας, η παράσταση εξερευνά το πολυδαίδαλο “δάσος” των ανθρώπινων σχέσεων. Ο Mamet, απομακρυνόμενος από τον κλασικό ρεαλισμό, δημιουργεί ένα ποιητικό και σχεδόν υπερβατικό σύμπαν, όπου οι λέξεις αποκτούν ρυθμική και επαναληπτική δύναμη, εναλλάσσοντας το πραγματικό με το φαντασιακό, το είδωλο με την αντανάκλασή του.
Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ένα ζευγάρι – η Ρουθ (Δήμητρα Χατούπη) και ο Νικ (Δημήτρης Γκοτσόπουλος) – που περνά μία νύχτα γεμάτη εντάσεις στο οικογενειακό εξοχικό του άντρα, βαθιά μέσα στο δάσος. Από το δειλινό έως το επόμενο πρωί, το έργο διατρέχει τρεις σκηνές, όπου οι χαρακτήρες συγκρούονται, αποκαλύπτοντας φόβους, επιθυμίες και βαθιά ριζωμένες ανασφάλειες. Καθώς το πρωινό φως διαλύει τα “μάγια” της νύχτας, η σχέση τους επαναδιαπραγματεύεται, φέρνοντας στο φως τη λεπτή γραμμή μεταξύ συμφιλίωσης και απόλυτης ρήξης.
Η μουσική – άλλοτε ζωντανή και άλλοτε ηχογραφημένη – λειτουργεί ως οργανικό κομμάτι της αφήγησης, συνομιλώντας με τη σκηνική δράση και ενισχύοντας τη δραματικότητα των στιγμών.
Η παράσταση προσεγγίζει το ζεύγος με μια μετα-στριντμπεργκική ματιά, εξερευνώντας τι σημαίνει η σύγκρουση όταν είναι πλέον πολύ αργά.
Το “Δάσος” του Mamet δεν είναι απλώς ένα δράμα σχέσεων, αλλά ένα στοχαστικό εγχείρημα πάνω στην έννοια της ανθρώπινης μοναξιάς και της αδυναμίας σύνδεσης, πέρα από τη ρεαλιστική απεικόνιση μιας ερωτικής κρίσης. Είναι μια υπαρξιακή κατάδυση στο όνειρο και την υποσυνείδητη επιθυμία, που αναδεικνύει το “δάσος” ως μεταφορά για τον πυρήνα της ανθρώπινης αναζήτησης: την προσπάθεια κατανόησης και αποδοχής του Άλλου.