Δημοσιεύτηκε στην ψηφιακή εφημερίδα Ipaper
του Δημήτρη Κυριακόπουλου
Σενάρια για αλλαγές στον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων τροφοδότησε η πρόταση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα για εκχώρηση είσπραξης και διαχείρισης των εσόδων από τον ΕΝΦΙΑ στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Είχαν προηγηθεί δημοσιογραφικές αναφορές για πιθανή συμπερίληψη παρεμβάσεων σε σχέση με τον ΕΝΦΙΑ στις σημαντικές ανακοινώσεις για τα οικονομικά που θα κάνει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην ΔΕΘ τον επόμενο Σεπτέμβριο.
Αν και είναι παρακινδυνευμένη σε αυτή τη φάση η εκτίμηση ότι το σχέδιο Στουρνάρα θα υιοθετηθεί εν μέρει ή στο σύνολό του από την κυβέρνηση, σύμφωνα με πληροφορίες, στο οικονομικό επιτελείο γίνεται επεξεργασία σεναρίων για ουσιαστικές αλλαγές του ισχύοντος καθεστώτος του ΕΝΦΙΑ, ενός φόρου που αποδίδει περίπου 2,3 δισ. ετησίως στα κρατικά ταμεία και αφορά εκατομμύρια ιδιοκτήτες ακινήτων.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι για το 2025 εκδόθηκαν συνολικά 7.154.900 εκκαθαριστικά ΕΝΦΙΑ, εκ των οποίων προέκυψε βεβαίωση φόρου για 6.164.976 φορολογουμένους και συνολικό ποσό βεβαίωσης 2,303 δισ.ευρώ. Ο φόρος για την ακίνητη περιουσία, θεσπίστηκε κατά τη μνημονιακή περίοδο (το 2013 από την κυβέρνηση Σαμαρά), αντικαθιστώντας το έκτακτο ειδικό τέλος (ΕΕΤΗΔΕ) που επιβάλλονταν στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Ο Γ. Στουρνάρας στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσής του για την ελληνική οικονομία πρότεινε τα ποσά του ΕΝΦΙΑ να εκχωρηθούν στους ΟΤΑ, με σκοπό αφενός την ενίσχυση της οικονομικής αυτοδυναμίας των δήμων και αφετέρου την απελευθέρωση πόρων του κρατικού προϋπολογισμού, που σήμερα διατίθενται στους ΟΤΑ (μεταβιβαστικές πληρωμές-ΚΑΠ). Πάντως, κατά τη συζήτηση του θέματος, ομόφωνα το ΔΣ της ΚΕΔΕ τάχθηκε κάθετα αντίθετο με την πρόταση Στουρνάρα.
Σε σχέση με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της προτεινόμενης μεταρρύθμισης αναφέρονται τα εξής στην έκθεση:
«Ξεκινώντας από τα πλεονεκτήματα, θα πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για ένα φόρο με περιορισμένα περιθώρια φοροδιαφυγής, διότι η φορολογική βάση, δηλαδή το ακίνητο, δεν μπορεί εύκολα να αλλοιωθεί στις φορολογικές δηλώσεις.
Έτσι λοιπόν, η τοπική αυτοδιοίκηση, αναλαμβάνοντας την είσπραξη του ΕΝΦΙΑ, δεν θα έχει να επωμιστεί το υψηλό κόστος ενός ελεγκτικού φορολογικού μηχανισμού, καθώς θα έχει το πλεονέκτημα που προκύπτει από την καλύτερη γνώση της ακίνητης περιουσίας και της χρήσης της εντός των ορίων της γεωγραφικής της περιφέρειας. Η γνώση αυτή θα επιτρέψει στους ΟΤΑ να λειτουργήσουν συμπληρωματικά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής βοηθώντας στον καλύτερο εντοπισμό εισοδημάτων από ακίνητα (π.χ. αδήλωτα).
Τα έσοδα του φόρου θα συμβάλουν στην ενίσχυση της οικονομικής αυτοδυναμίας των ΟΤΑ και θα τους δίνουν τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται πιο στοχευμένα στις τοπικές ανάγκες (π.χ. ανάπτυξη τοπικών υποδομών και υπηρεσιών), διασφαλίζοντας την ανταποδοτικότητα του φόρου.
Το εν λόγω φορολογικό εργαλείο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους ΟΤΑ αναδιανεμητικά, με βάση το κριτήριο της κάθετης και οριζόντιας ισότητας (horizontal and vertical equity) ώστε οι φορολογούμενοι με την ίδια περιουσία και την ίδια φοροδοτική ικανότητα να φορολογούνται το ίδιο. Για παράδειγμα, η φορολόγηση ακινήτων
θα μπορούσε να περιλαμβάνει απαλλαγές και εκπτώσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών (π.χ. ηλικιωμένους, άτομα χαμηλού εισοδήματος κ.ά.) ή/και να επιβάλλει προοδευτικό φορολογικό συντελεστή ανάλογα με την αξία του ακινήτου, όπως γίνεται στη Γαλλία, τη Δανία και την Ιρλανδία.
Επιπρόσθετα, η καλή διαχείριση από την πλευρά των τοπικών αρχών ενδυναμώνει την αξιοπιστία τους, γεγονός που δυνητικά διευρύνει τους ορίζοντες χρηματοδότησής τους και την ικανότητα παρεμβάσεών τους για τη βελτίωση της καθημερινότητας των κατοίκων κάθε περιοχής. Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα δημιουργούσε λοιπόν την ανάγκη εξέλιξης των ΟΤΑ σε φορείς με τεχνοκρατικές υποδομές και τεχνογνωσία, ικανούς να συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό και στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών και κατ’ επέκταση της χώρας.
Αναφορικά με τα μειονεκτήματα της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ από τους δήμους, σημειώνεται η ορατή έλλειψη τεχνοκρατικής υποδομής για την πλειοψηφία των δήμων και η ανάγκη εκπαίδευσης και εξοικείωσής τους με τα σχετικά εργαλεία. Κάτι τέτοιο δεν είναι ανεξάρτητο από το μέγεθος των δήμων – επιπλέον, αποτελεί πρόκληση αφού η αποτελεσματική διαχείριση του φόρου περιουσίας προϋποθέτει τεχνογνωσία, εμπειρία και εξειδικευμένο προσωπικό, η υλοποίηση των οποίων εξαρτάται και από τη βούληση των ίδιων των δήμων.
Μια τέτοια προσπάθεια συνδέεται αναπόφευκτα με αυξημένο διοικητικό κόστος μεσοπρόθεσμα και ενδεχομένως με τον κίνδυνο κακοδιαχείρισης, που όμως θα αντισταθμίζεται από αμεσότερη λογοδοσία προς τις τοπικές κοινωνίες. Θα πρέπει τέλος να επισημανθεί ότι η πλημμελής διαχείριση των φορολογικών εργαλείων θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανισότητες μεταξύ δήμων, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να συμβάλει και στον φορολογικό ανταγωνισμό (όσον αφορά τον φόρο περιουσίας), παραπέμποντας στην αναγκαιότητα κρατικής παρέμβασης και εποπτείας κατά τη διάρκεια του μεταβατικού σταδίου».
Πάντως και ο ίδιος ο διοικητής της ΤτΕ αναγνωρίζει ότι πρόκειται για “δύσκολο” εγχείρημα, που απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό ώστε να είναι επιτυχές».