Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Γιάννη Καντέλη
Την «κατάρα της 2ης τετραετίας», που έχει πλήξει όλες τις κυβερνήσεις μετά τη μεταπολίτευση, θέλει να «σπάσει» ο Κυριάκος Μητσοτάκης βάζοντας πλώρη για ανανέωση της θητείας του το 2027. Μόλις πριν τρεις μήνες η κυβέρνηση βίωσε την πιο ισχυρή δοκιμασία από το 2019, τα ποσοστά της για πρώτη φορά κατρακύλησαν κάτω από το 25% και πολλοί θεώρησαν πως είναι αδύνατο να ξεφύγει από το πεπρωμένο των προκατόχων του: τη φθορά του χρόνου και την απώλεια της εμπιστοσύνης τους εκλογικού σώματος κατά τη δεύτερη τετραετία, που σήμανε την αλλαγή σκυτάλης στην εξουσία. Ο πρωθυπουργός δεν πιστεύει στη βασκανία και γι’ αυτό δεν πήρε …σκόρδα στο γραφείο του. Το «ξόρκι» είναι «πολύ δουλειά και μεταρρυθμίσεις», όπως λένε συνεργάτες του και τα στοιχεία των focus groups που πραγματοποίησε το τελευταίο διάστημα το Μέγαρο Μαξίμου δείχνουν πως είναι αποτελεσματικό.
Η σύγκριση των στοιχείων του Μαρτίου με αυτή του Μαΐου δείχνουν σαφή βελτίωση της εικόνας για την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό το τελευταίο δίμηνο. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αρνητικές γνώμες για την κυβέρνηση έναντι των θετικών από το 70%-30% του Μαρτίου διαμορφώνονται στο 60%-40% τον Μάιο, αποτυπώνοντας αύξηση 10% στην απήχηση που έχει στους πολίτες. Η συσπείρωση των ψηφοφόρων της ΝΔ το 2023 παραμένει χαμηλά στο 67%, ωστόσο ως θετικό καταγράφεται πως το 90% όσων έχουν μετακινηθεί στην αδιευκρίνιστη ψήφο, την αποχή ή άλλα κόμματα συνεχίζει να «ακούει» θετικά πτυχές του κυβερνητικού έργου. Δυνητικά μπορούν να επιστρέψουν στο κυβερνών κόμμα υπό συνθήκες εκλογών, οπότε και θα τεθούν τα ανάλογα διλλήματα στο εκλογικό σώμα, όπως εκτιμούν πηγές με γνώση των στοιχείων. Παράλληλα, στα τελευταία στοιχεία που επεξεργάζεται το Μέγαρο Μαξίμου προκύπτει ότι οι νεότερες ηλικίες παραμένουν το πιο δύσπιστο ακροατήριο, στο οποίο αντιμετωπίζει πρόβλημα το κυβερνών κόμμα. Μεγαλύτερος αντίπαλος στην προσέγγιση τους είναι η αντισυστημική ψήφος που επιλέγουν και η Πλεύση Ελευθερίας, που όμως παρουσιάζει σταθερή μείωση ποσοστών από μέτρηση σε μέτρηση περίπου μισής μονάδας. «Η πλειοψηφία των νέων ψηφοφόρων και ειδικά αυτών που θα ψηφίσουν για πρώτη φορά το 2027 δεν γνωρίζουν το πολιτικό παρελθόν της κας Κωνσταντοπούλου και τι προκάλεσε στη χώρα μαζί με την «υπόλοιπη παρέα του ΣΥΡΙΖΑ» το 2015, αφού τότε πήγαιναν στο δημοτικό», όπως σημειώνουν συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη. Γι’ αυτό και στις τοποθετήσεις τους κυβερνητικά στελέχη φροντίζουν να υπενθυμίζουν τα έργα και τις ημέρες της εκείνη την περίοδο. Παράλληλα με πολιτικές που θα απευθύνονται στη νέα γενιά, όπως στα πανεπιστήμια, την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, την ψηφιοποίηση του κράτους, το κυβερνητικό επιτελείο θέλει να απευθυνθεί και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των «νεοεισερχόμενων ψηφοφόρων» που θα πάνε στην κάλπη για πρώτη φορά το 2027. «Το είχαμε πετύχει το 2023 και αυτό θα προσπαθήσουμε και τώρα», όπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές.
Στην ανάκαμψη της κυβέρνησης συμβάλει και το γεγονός πως η πλειοψηφία των πολιτών φέρεται να έχει γυρίσει την πλάτη στην τοξικότητα και τον ακραίο λόγο, όπως προκύπτει από τα ίδια focus groups. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι λύσεις στα προβλήματα της καθημερινότητας, κάτι που έχει δώσει περιθώριο στην κυβέρνηση να ανακτήσει τον έλεγχο της πολιτικής ατζέντας προβάλλοντας δράσεις και πολιτικές που δίνουν απαντήσεις στα θέματα που απασχολούν τους πολίτες. Πλέον στο κυβερνητικό αφήγημα, δίπλα στη σταθερή και συνεχή βελτίωση της οικονομίας, κεντρικό ρόλο καταλαμβάνει η προσπάθεια για τη βελτίωση του δημοσίου και η σύγκρουση με τις παθογένειες του «βαθέως» κράτους. Η φράση του Κωστή Χατζηδάκη «Ή θα συγκρουστούμε με το βαθύ κράτος και τη γραφειοκρατία, ή εμείς οι ίδιοι θα πέσουμε θύματα» αποκρυσταλλώνει αυτή τη στρατηγική.
Η κυβέρνηση στα 6 χρόνια της διακυβέρνησής της έχει πάρει κάποια σκληρά μαθήματα στις περιπτώσεις που ο κρατικός μηχανισμός αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων. Αποκορύφωμα ο ΟΣΕ και η εικόνα των ελληνικών σιδηροδρόμων όπως αναδείχθηκε με τραγικό τρόπο από το ατύχημα των Τεμπών.
Από την άλλη πλευρά, στη θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη έγιναν σημαντικά βήματα για τον εκσυγχρονισμό του δημοσίου και την καταπολέμηση του «βαθέως» κράτους που δεν πρέπει να υποτιμούνται: ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός του κράτους, η ταχύτερη έκδοση των συντάξεων από τον ΕΦΚΑ, ο εκσυγχρονισμός της ΔΕΗ, η αξιολόγηση στο δημόσιου που ξεκίνησε από τα υπουργεία και προχωράει, είναι μερικά από αυτά, τα οποία θυμίζει τακτικά ο κ. Μητσοτάκης. Επειδή όμως οι πολίτες «δεν ενδιαφέρονται να ακούν τι έκανες, αλλά τι άλλο θα κάνεις γι’ αυτούς», όπως σημειώνει κυβερνητικό στέλεχος, η κυβέρνηση ανανεώνει την μεταρρυθμιστική της ατζέντα και πυκνώνει τις πρωτοβουλίες της για να χτίσει το νέο της αφήγημα. Η επέκταση της αξιολόγηση, η άρση μονιμότητας, η αναμόρφωση του ΟΣΕ, το νέο θεσμικό πλαίσιο για τη βία στα πανεπιστήμια, είναι μερικές από αυτές. «Τους επόμενους μήνες θα υπάρχει συνέχεια», τονίζει στέλεχος του Μεγάρου Μαξίμου προϊδεάζοντας για ριζοσπαστικές αποφάσεις και μεταρρυθμίσεις που θα δηλώνουν την αποφασιστικότητα και την προσήλωση της κυβέρνησης στον στόχο για τη διαρκή βελτίωση του κράτους.
Έχοντας ως διακηρυγμένο στόχο τη διεκδίκηση τρίτης κυβερνητικής θητείας το 2027 ο κ. Μητσοτάκης ήδη εργάζεται με ορίζοντα το 2030 θεμελιώνοντας πολιτικές που ξεπερνούν τα όρια της δεύτερης θητείας του, αποφασισμένος να σπάσει την «κατάρα» στην κάλπη. Ακόμα κι υπάρχουν ορισμένοι πολιτικοί παράγοντες που δεν αποκλείουν να γίνουν οι εκλογές το φθινόπωρο του 2026 ώστε, ακόμα κι αν χρειαστούν 2 εκλογικές αναμετρήσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης, η χώρα να έχει καθαρό κυβερνητικό ορίζοντα και να προετοιμαστεί κατάλληλα για την προεδρία της Ε.Ε. την οποία θα αναλάβει το δεύτερο εξάμηνο του 2027. Βασικό μήνυμα σε αυτή την πορεία θα είναι «μία ασφαλέστερη και καλύτερη καθημερινότητα για όλους τους πολίτες», όπως το έχει διατυπώσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός μιλώντας στους συνεργάτες του. Έχει ζητήσει από όλα τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου να «τρέξουν» την υλοποίηση των πολιτικών που περιλαμβάνουν οι «μπλε φάκελοι» που πήραν, ώστε, στις εκλογές με ολοκληρωμένες τις βασικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης του να μπορεί να δηλώσει στους ψηφοφόρους πως «ό,τι είπαμε το κάναμε» και να θέσει με πειστικό τρόπο τους στόχους της χώρας για τα επόμενα χρόνια.