Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Κωνσταντίνου Μπούρα
Παρακολουθώντας ένα ρομπότ να αυτοσχεδιάζει συμμετέχοντας σε συγκρότημα τζαζ και παράλληλα την Μαρία Κάλλας να ερμηνεύει συμπληρώνοντας τη μεγαλοφυία τού Βέρντι με πτυχές και απόηχους τής αρχαίας τραγωδίας, σκέφτομαι πως κάθε φοβία σχετική με την απειλητική για τους πολλούς τεχνητή νοημοσύνη είναι ανερμάτιστη και παντελώς αβάσιμη.
Φυσικά και πρέπει να συζητηθούν και να τεθούν ηθικά όρια στους κατασκευαστές «αυτομάτων» (έτσι τα έλεγαν στην Αρχαιότητα) προκειμένου να αποφευχθεί το σύνηθες φαινόμενο των πάσης φύσεως κερδοσκόπων να υποτάσσουν τους καταναλωτές στα καινούργια εργαλεία κι όχι το αντίθετο.
Όμως εκείνο το καβαφικό «Επέστρεφε» (αόριστος με σημασία προστακτικής-ευκτικής διαρκούς ενεστώτος) σε κανένα συντακτικό και σε κανέναν αλγόριθμο δεν μπορεί και δεν δύναται να προβλεφθεί κι αυτή ακριβώς είναι διαφορά ανάμεσα στη «φυσική» και στην «Τεχνητή» Νοημοσύνη.
Από τις απαρχές τού Πανανθρώπινου επίγειου Πολιτισμού η πρόοδος, η ανάπτυξη, η εξέλιξη οφείλεται σε καινοτόμες ρηξικέλευθες πρωτοποριακές ιδέες κάποιων «σαλών» ιδιοφυών ατόμων που διατύπωσαν το ασύλληπτο και έδωσαν μορφή στο άρρητο.
Το Άγνωστο πάντα μάς θέλγει και μας κυβερνά με την ανεξήγητη, ανομολόγητη σαγήνη του. Είναι οι ομηρικές Σειρήνες από την «Οδύσσεια». Όμως ο Καβάφης γνωμοδοτεί κι αποφαίνεται: «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου…» («Ιθάκη», 1911).
Κι αλλού: «Και τώρα τί θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. [προσέξτε ότι δεν βάζει ερωτηματικό αλλά τελεία]. / Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.»
Η Ανθρωπότητα παλεύει κάθε φορά με τις ανασφάλειες και τις αγωνίες της που της προκαλούν αναπόφευκτες (αλλά όχι και αναπόδραστες) φοβίες.
Η Μυθολογία στην αρχή (προϊόν τής «μαγικής» αντίληψης τού κόσμου) και η Τέχνη δευτερευόντως τροφοδοτούν, παροχετεύουν, διοχετεύουν αυτήν ακριβώς την υπαρξιακή αγωνία σε κοινωφελείς πράξεις ή δράσεις προκειμένου να εξευγενιστεί το άγχος απέναντι στο Κενό και στο Τίποτα, με μόνη βεβαιότητα το επερχόμενο βιολογικό τέλος κάθε νοήμονος οντότητος.
Από τον μυθικό Τάλω (το πρώτο γνωστό «αυτόματο», δηλαδή ρομπότ στην Ιστορία τού Δυτικού Πολιτισμού) έως τις σημερινές πρωτοβάθμιες μηχανές φαίνεται πως ισχύει ο κυκλικός χρόνος που οραματίστηκε ο Νίτσε.
Ένας άλλος φιλόσοφος, ο Δανός Σόρεν Κίρκεγκααρντ στην περίφημη «Έννοια τής Αγωνίας» του μίλησε για το εκάστοτε «ποιοτικό άλμα» που επιχειρεί κάθε φορά μια «κρίσιμη μάζα» εκ μέρους και για λογαριασμό ολάκερης τής Ανθρωπότητας.
Εάν ρίξουμε μια ματιά σε όλες τις Μυθολογίες όλων των λαών της Γης, από τις ινδουιστικές «Βέδες» και «Ουπανισάδες» έως την ελληνική «Θεογονία» και το έπος «Βου-Πεε» των Μάγια, θα δούμε κοινά στοιχεία και επιρροές ανεξήγητες λόγω των χωροχρονικών αποστάσεων, εκτός εάν σε άλλες (πλατωνικές) διαστάσεις οι «Ιδέες» υπάρχουν ως πρότυπα που εκρρέουν στη γη ως απομιμήσεις.
Όμως ο ρασιοναλιστικός υλιστικός Δυτικός Πολιτισμός μας απορρίπτει κάθε έννοια «εν-πνεύσεως» ή «ταλέντου» (προικισμένου ατόμου) που προϋποθέτει φυσικά κάποια έννοια «θείου» (ανώτερου νοητικού όντος). Ο «θεός» βγαίνει από το αρχαίο ρήμα «τρέχω» και η «θέα» σημαίνει εποπτεία, αφ’ υψηλού και άνωθεν, μακρόθεν πανοραμική άποψη, έναν «Παντεπόπτη Οφθαλμό» «ος τα πάνθ’ ορά»… Μακριά από εμάς όμως, τους τεχνοκράτες «επιστήμονες» κάθε «μεταφυσική» αναφορά στην πολυδιαστασιακή «Εγώ Ειμί Παρουσία», εάν δεν θέλουμε να κατηγορηθούμε ως αυθαίρετοι «ποιητές».
«Ποιητική αδεία» όμως ομιλώντας, είναι αδύνατον να υλοποιήσουμε καινούργιες ιδέες χωρίς την διαίσθηση, την ενόραση, την προόραση, την διόραση [ή όπως αλλιώς θέλουμε να ονοματίσουμε την δημιουργική εγκεφαλική αλλά και γενικότερα ψυχοσωματική δημιουργική διεργασία τής έμπνευσης].
«Ο ήλιος κυκλοδίωκτος, ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε και με φως και με θάνατον 100 ακαταπαύστως» (Κάλβος), «καταρκυθμεύω» (Ελύτης), όλοι οι νεολογισμοί τού Όμηρου και του Ευριπίδη, οι νεοεισαχθέντες ρυθμοί, συνηχήσεις, παρηχήσεις, συνιζήσεις, παραλλαγές σε ένα θέμα, οι αντιστίξεις και οι μουσικές μετατροπίες δεν θα ήταν εφικτές χωρίς την εικονοκλαστική νόηση ορισμένων πρωτοπόρων που πειραματίζονται με τους διάφορους ανοικτούς κι εξελίξιμους γλωσσικούς και παραγλωσσικούς κώδικες.
Εν τέλει, δεν θα υπήρχε Ανάπτυξη, Πρόοδος, Εξέλιξη χωρίς την ενσωμάτωση τής ποιητικής ανοικείωσης στον καθομιλούμενο γλωσσικό κώδικα. Οι αιχμάλωτοι στη Σικελία σώζονταν εάν ήξεραν να απαγγείλουν μονωδίες τού Ευριπίδη, την επομένη της πρεμιέρας έργων τού Βέρντι τραγουδούσαν άριές του οι λιμενεργάτες, τα μεγάλα τραγούδια μετέφεραν στην καθομιλουμένη γνωμικά και παροιμειώδεις εκφράσεις. Αυτή η αλληλεπίδραση, η διάδραση, η συμπεριληπτικότητα δεν χωράει σε κανέναν αλγόριθμο και δεν είναι προβλέψιμη από κανέναν αλγόριθμο («γλώσσα μηχανής»).
Η αναζήτηση τής Γνώσης προϋποθέτει την ελεύθερη έκφραση και την απρόσκοπτη, τάχιστη μετάδοση τής Πληροφορίας. Και σε αυτόν τον τομέα η Πληροφορική μπορεί να είναι ένα απολύτως χρήσιμο εργαλείο (αλλά και καταστροφική μηχανή ταυτόχρονα, ανάλογα με τις επιλογές που προκύπτουν από την άσκηση τής ελεύθερης βούλησής μας ως συνειδητοί και υπεύθυνοι εκπρόσωποι τού ανθρώπινου είδους).
Βρίσκω αρκετά μεσαιωνικό και μανιχαϊστικό το διαχωρισμό σε διπολικό άσπρο-μαύρο, καλό-κακό….
Πιστεύω ακράδαντα πως το μέλλον θα είναι περισσότερο φωτεινό από το άμεσο παρελθόν, θα ανοίξει παράθυρα προς το Σύμπαν που δεν φανταζόμασταν μέχρι τώρα και θα διευκολύνει τις γνωστικές και νοητικές μας διεργασίες.
Εξ άλλου, όπως καταφάσκει ο πρώτος Νομπελίστας Ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης «βρήκαμε τελειοποιημένα μηχανήματα όταν οι αισθήσεις παρακμάζουν».
Ας είμαστε λοιπόν αισιόδοξοι, συνδημιουργικοί, προσεκτικοί, φιλέρευνοι, κριτικοί, επιφυλακτικοί έστω, αλλά όχι αρνητικοί εξαρχής κι εξ ορισμού.
Η μόνη αδιαπραγμάτευτη αρχή είναι τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και η επανένωση με τη Φύση. Τα ουμανιστικά ιδανικά τού Διαφωτισμού είναι αρκετά για την ώρα προκειμένου να μας οδηγήσουν στην επόμενη καινοφανή Πανανθρώπινη Πολιτιστική Αναγέννηση.
Όσο για τις μεταφυσικές διαστάσεις τής αλληλεπίδρασής μας με το Επέκεινα, με το Άγνωστο, με άλλες διαστάσεις και με παράλληλους κόσμους, αυτό παραμένει ένα desideratum τής διεθνούς έρευνας και αντικείμενο των πάσης φύσεως πανάρχαιων «μυστηρίων».
Η διαρκής εξάσκησή μας τόσο στην ενσυναίσθηση όσο και στην κριτική αντιμετώπιση των πάντων δεν είναι πανάκεια αλλά αδήριτη ανάγκη φιλτραρίσματος όλων των εισερχομένων σημάτων-μηνυμάτων προκειμένου να διακρίνουμε (πριν την αποθήκευσή τους) τα fake news από την α-Λήθεια [το αντίθετο τής Λήθης].