Δημοσιεύτηκε στην ψηφιακή εφημερίδα Ipaper
του Δημήτρη Κουκλουμπέρη
Ένα από τα προτερήματα της πολιτικής φυσιογνωμίας του Αλέξη Τσίπρα είναι η ικανότητα να δημιουργεί αφηγήματα (συνήθως κενολογίες) και να δίνει υποσχέσεις (που μένουν ανεκπλήρωτες ή αναιρούνται).
Σε αυτό το πλαίσιο οικοδόμησε την πολιτική του καριέρα από το 2008 και έπειτα (που έσκασε ως φούσκα το 2023), ενώ διαβάζοντας σωστά αλλά με καιροσκοπισμό τις συνθήκες της τότε ταραγμένης συγκυρίας, καβάλησε στο κύμα και εκτόξευσε τις πολιτικές μετοχές του ίδιου και του ΣΥΡΙΖΑ, που έγιναν πρωθυπουργός και κυβέρνηση.
Η συνέχεια, ήταν περιπετειώδης για τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας σε μια περίοδο διακυβέρνησης τραυματική για τον λαό, ιδίως για όσους ήταν οι πιο εκτεθειμένοι στην κρίση. Τόσο πολλά ψέματα, αναιρέσεις και θυσίες ίσως δεν έχουν ξαναϋπάρξει (μνημόνιο, περικοπές, αντιθεσμικές πρακτικές κ.α.), γεγονός που καταλογίζουν στον κ. Τσίπρα πρωτίστως οι αριστεροί πρώην συνοδοιπόροι του, την ίδια στιγμή που οι συνομιλητές της άλλης όχθης, ισχυροί ηγέτες του εξωτερικού (πχ η Άγκελα Μέρκελ) αλλά και κορυφαίοι οικονομικοί παράγοντες και η ελίτ εντός και εκτός Ελλάδας έπιναν νερό στο όνομά του και του απένειμαν τα εύσημα για τις πολιτικές του.
Δύο χρόνια μετά την συντριβή του στις εκλογές και το εκκωφαντικό μήνυμα του κόσμου, ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο οδήγησε στις διασπάσεις, την απαξίωση και οσονούπω στη διάλυση, εμφανίζεται -μέσα από ένα προσχηματικό rebranding- σχεδόν έτοιμος για την επιστροφή του με νέο κόμμα. Ο κατά πολλούς χειρότερος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης, ο κατά περισσότερους χρυσός χορηγός της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, καλλιεργεί το κλίμα μιας επαναφοράς ως αυτόκλητος σωτήρας πάνω στις στάχτες και τα συντρίμμια που εκείνος άφησε.
O Αλέξης Τσίπρας δεν αποτελεί απειλή ούτε προοπτική ή εναλλακτική. Ανήκει στο παρελθόν και ταυτίζεται με την απογοήτευση, τον οπορτουνισμό και τη διαχειριστική αποτυχία. Άρα, μόνο ανησυχία δεν προκαλούν τα σενάρια γύρω από αυτόν.
Η χώρα και ο προοδευτικός χώρος δεν έχουν ανάγκη από πολιτικά φαντάσματα. Χρειάζονται αλήθεια, θεσμική σοβαρότητα και ρεαλιστική συνέπεια. Κι ευτυχώς, διαθέτουν το πολιτικό προσωπικό και τους φορείς έκφρασης να τα εφαρμόσουν και να αποτελέσουν σύντομα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία.