Ομόφωνο ήταν το «όχι» του Μισθοδικείου στην αξίωση για επιστροφή των επιδομάτων εορτών και αδείας (13ος και 14ος μισθός) στους δικαστικούς λειτουργούς, κρίνοντας ότι η κατάργησή τους με τον ν. 4093/2012 και η συνέχιση της κατάστασης αυτής δεν παραβιάζουν ούτε την αξιοπρεπή διαβίωση των δικαστών ούτε τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Η απόφαση αφορά αγωγή δικαστικού λειτουργού, ο οποίος διεκδικούσε αναδρομικά τα επιδόματα για την περίοδο 1/1/2021 έως 31/10/2023, θεωρώντας ότι η κατάργηση έγινε αυθαίρετα και κατά παράβαση των διατάξεων του Συντάγματος.
Το σκεπτικό του Μισθοδικείου
Το ανώτατο ειδικό δικαστήριο:
-
Υπενθύμισε την αρχή της μισθολογικής ισότητας μεταξύ των τριών εξουσιών, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, υπογραμμίζοντας ότι οι αποδοχές των δικαστικών πρέπει να επαρκούν για την αξιοπρεπή διαβίωσή τους και την ανεμπόδιστη άσκηση των καθηκόντων τους.
-
Έκρινε όμως ότι η κατάργηση των επιδομάτων με τον ν. 4093/2012 είχε οριζόντιο χαρακτήρα και εντάχθηκε σε δημοσιονομικά μέτρα εξυγίανσης εν μέσω της οικονομικής κρίσης, πλήττοντας ισότιμα όλους τους μισθωτούς του δημοσίου τομέα (υπαλλήλους, λειτουργούς, ένστολους, κ.ά.).
-
Επισήμανε πως η κατάργηση των δώρων δεν συνιστά διάκριση εις βάρος των δικαστικών, καθώς δεν τους έθεσε σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με άλλες επαγγελματικές ομάδες του Δημοσίου.
-
Τόνισε ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση εντάχθηκε στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 και ήταν απαραίτητη για τη συμμόρφωση της χώρας με τις δεσμεύσεις του 3ου Μνημονίου.
-
Υπενθύμισε ότι οι βασικοί μισθοί και ορισμένα επιδόματα των δικαστών έχουν ήδη επανέλθει στα προ του 2012 επίπεδα, με διατάξεις του 2014.