Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία του στη Βουλή για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για τα Τέμπη τόνισε ότι «όλοι αντιλαμβάνονται πως η κατηγορία περί εσχάτης προδοσίας που υπέγραψαν 32 βουλευτές δεν είναι παρά το ύστατο αδιέξοδο απόπειρας να χτυπηθεί η κυβέρνηση και να οδηγηθεί η χώρα σε αστάθεια». Και σημείωσε: «Δεν θα μπορούσα όμως, να μην αντιδράσω σε μία χυδαία απόπειρα των τεσσάρων πιο μικρών κομμάτων της αντιπολίτευσης να μετατρέψουν ένα συλλογικό δράμα σε μία άθλια πολιτική σκευωρία, φτάνοντας στο πιο ακραίο και γι’ αυτό είμαι σήμερα εδώ, με αιχμή το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, να κατηγορήσουν τον πρωθυπουργό της χώρας για εσχάτη προδοσία. Με άλλα λόγια να συκοφαντήσουν εμένα και τη Νέα Δημοκρατία ως τάχα υπονομευτές του πολιτεύματος, με στόχο την κατάλυση του».
Τι προβλέπει όμως ο Ποινικός Κώδικας για το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας, ένα από τα σοβαρότερα κατά του πολιτεύματος; Η στοιχειοθέτησή του γίνεται στη βάση τέλεσης συγκεκριμένων πράξεων που στρέφονται ευθέως εναντίον του αλλά και της χώρας. Σύμφωνα με το άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα, λοιπόν, το αδίκημα τελείται όταν κάποιος επιχειρεί με βία ή απειλή βίας να καταλύσει ή αλλοιώσει το δημοκρατικό πολίτευμα που θεμελιώνεται από το Σύνταγμα (π.χ. με πραξικόπημα ή στάση), να υποδουλώσει τη χώρα σε ξένη δύναμη ή αποσπάσει τμήμα της επικράτειας ή, τέλος, να εμποδίσει την ελεύθερη λειτουργία της Βουλής ή τη συγκρότησή της.
Ως προς τα ιστορικά δεδομένα, για εσχάτη προδοσία κατηγορήθηκαν οι υπαίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής και οδηγήθηκαν στη Δίκη των Έξι. Είναι ενδιαφέρον όμως να δει κανείς πέρα από την ιστορική πραγματικότητα του παρελθόντος, προκειμένου να καταλάβει τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή συλλογική ταυτοτήτων. Εν προκειμένω έχει σημασία να δει κανείς τις διαφορετικές δημόσιες πτυχές που λαμβάνει η προδοσία στον δημόσιο διάλογο. Αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί άλλοτε ως «νομική ορολογία», άλλοτε ως ένα «δημόσιο θέαμα τιμωρίας» και άλλοτε ως «προπαγάνδα». Η συλλογική συναισθηματική ταύτιση γύρω από τη χρήση της προδοσίας ως εργαλείο μπορεί να κατασκευάσει τελικά τα ιστορικά γεγονότα.
Εν προκειμένω αυτό που συστηματικά επιχειρείται είναι η εμπλοκή της κοινωνίας στην ιδέα και την έννοια της προδοσίας με σκοπό να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις. Η έννοια της προδοσίας είναι ουσιώδης για την πολιτική σκέψη και την εξουσία καθώς είναι σε θέση να γεννήσει συναισθήματα και να συσπειρώσει την εθνική κοινότητα απέναντι σε έναν εσωτερικό ή εξωτερικό εχθρό. Ο μηχανισμός παραγωγής νοημάτων μπορεί πολύ εύκολα να οικοδομήσει μια πολιτική απειλή και να πετύχει τη διάβρωση, την υπονόμευση των θεσμών. Η ρητορική χρήση της προδοσίας δε χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ίδια την πράξη αλλά για να διαχωρίσει τη θέση μιας ομάδας ανθρώπων έναντι μιας άλλης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι κατηγορίες και οι δίκες προδοσίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά εργαλεία που παράγουν ρητορικές στρατηγικές και μηχανισμούς κατασκευής εχθρών.
Ο Μητσοτάκης επέμεινε «δεν είμαι εδώ για καμία εσχάτη προδοσία, για κανένα κακούργημα, για καμία άλλη απίθανη επινόηση», καθιστώντας σαφές ότι δεν θα επιτρέψει τη δημόσια εικόνα της προδοσίας, δηλαδή την επικοινωνιακή χρήση της ως προπαγανδιστικού όπλου για την αμφισβήτηση της συνταγματικής πολιτικής εξουσίας από τους ακραίους αντιπολιτευτές της.