Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Πάνω που νόμιζε το Μαξίμου πως τελείωσε με τις φουρτούνες της εσωτερικής πολιτικής, τσουπ, πετάχτηκε ο ΟΠΕΚΕΠΕ λες και είχε στήσει καρτέρι κάτω από τις μάσκες και τα βατραχοπέδιλα που υπήρχαν στην αποθήκη μας. Σκάνδαλο καλοκαιρινό, με μπόνους ευρωπαϊκά λεφτά, στελέχη σε ρόλους ταχυδακτυλουργών και μια περίεργη μυρωδιά από προεκλογικά φεγγάρια. Όχι, το συγκεκριμένο σκάνδαλο δεν είναι μεγαλύτερο από άλλα. Έχει όμως όλα τα στοιχεία του μπελά. Λεφτά που φεύγουν, Ευρώπη που κοιτάει, εισαγγελείς που επεμβαίνουν, υπουργικά ονόματα που εμπλέκονται, αγρότες που εξαγριώνονται και, κυρίως, μια αίσθηση ότι το σύστημα ράγισε από μέσα, όχι από τους απ’ έξω.
Και τότε, συνέβη το αναπάντεχο. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης παραδέχθηκε, από μικροφώνου, πως «αποτύχαμε». Πιο συγκεκριμένα: «Αποτύχαμε. Και αναλαμβάνω την ευθύνη για όλους όσους κυβέρνησαν και δεν έπραξαν αυτά που έπρεπε». Δεν ήταν απλώς μια συγγνώμη. Ήταν μια δήλωση ηγεμονική, με στόχο να προλάβει το τσουνάμι. Το Μαξίμου κινήθηκε άμεσα, ανακοινώνοντας τη συγκρότηση ειδικού σώματος που – όπως ειπώθηκε – θα ερευνήσει ποιοι πήραν τα χρήματα παράνομα και θα τα επιστρέψουν μέχρι τελευταίου ευρώ. Όπερ σημαίνει πως το σκάνδαλο αναγνωρίζεται ως υπαρκτό και σοβαρό, όχι απλώς ως “αστοχία υπηρεσίας”.
Ο Μητσοτάκης βρίσκεται ξανά μπροστά σ’ ένα γνώριμο δίλημμα. Να το τραβήξει ως έχει, ελπίζοντας ότι το πράγμα θα ξεθυμάνει ή να πατήσει το κουμπί της πολιτικής πρωτοβουλίας, καλώντας πρόωρες κάλπες. Είναι σαν να οδηγεί μια Porsche που έχει αρχίσει να τρίζει και να χάνει λίγο λάδι. Είτε θα την πάει στο συνεργείο για σοβαρό σέρβις, είτε θα πατήσει τέρμα το γκάζι να προλάβει να τερματίσει πριν αρχίσει να βγαίνει καπνός από το καπό.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ είναι αρκετό από μόνο του για να τινάξει το πολιτικό ημερολόγιο στον αέρα. Η απάντηση είναι όχι, αν μείνει ως έχει. Όμως αν εμφανιστεί και δεύτερη δικογραφία χειρότερη απ’ την πρώτη (όπως φημολογείται), αν έρθουν στο φως κι άλλοι ηθικά απαράδεκτοι ρουσφετολογικοί διάλογοι, αν φανεί ότι έχει ρίζες βαθύτερες ακουμπώντας σε πολιτικά πρόσωπα, ότι συνδέεται με το γνωστό οικοσύστημα των ημετέρων και των κολλητών που μοίραζαν δουλειές σε «επενδυτές» αγροτικών επιδοτήσεων, τότε το πράγμα γίνεται ζήτημα πολιτικής επιβίωσης.
Κι εδώ μπαίνουν οι φρέσκες προανακριτικές υποθέσεις. Η Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς φέρεται να διερευνά ευθύνες για υπουργική εμπλοκή, με τα ονόματα των Βορίδη και Αυγενάκη να βρίσκονται στο επίκεντρο των σεναρίων. Το σήριαλ δεν έχει ξετυλιχτεί πλήρως, αλλά ήδη επηρεάζει το πολιτικό θερμόμετρο. Αν προχωρήσουν αυτές οι διαδικασίες, ακόμη κι αν δεν φτάσουν σε απαγγελία κατηγοριών, θα θολώσουν τη δημόσια εικόνα της κυβέρνησης και θα ενισχύσουν την αντίληψη περί “συστήματος που αλληλοκαλύπτεται”.
Το δεύτερο ερώτημα είναι αν έχει απέναντί του μια αντιπολίτευση ικανή να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία. Εδώ το πράγμα γίνεται πιο σύνθετο. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δεδομένο ότι θα επιχειρήσει μια επανάληψη των Τεμπών, ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρει καλύτερα. Εξάλλου δεν έχει τίποτα να χάσει, οι δημοσκοπήσεις τον έχουν στο όριο τα επιβίωσης του 3%, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας είναι προ των πυλών για την δημιουργία του νέου φορέα του. Τι άλλο απομένει στον κ. Φάμελλο, πλην της (με κάθε ευκαιρία και άνευ ορίων) αντιπολίτευσης και όπου του βγει; Πόσο χειρότερα μπορούν να πάνε γι αυτόν τα πράγματα;
Το ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του, παίζει πιο κλασικά. Επειδή κάηκε στα Τέμπη, φυσάει τον ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα μείνει αμέτοχο στο παιχνίδι ενός νέου σκανδάλου. Επικαλείται την ευρωπαϊκή νομιμότητα, τις θεσμικές ευθύνες και την ανάγκη πολιτικής κάθαρσης. Δεν έχει φωνή που ξεσηκώνει, αλλά έχει λόγο που σιγοκαίει. Το ερώτημα είναι αν μπορούν αυτά τα κόμματα να “σηκώσουν” την ευκαιρία, ή αν θα την αφήσουν να χαθεί, όπως πολλές άλλες. Όσο για την Ζωή, αυτή θα ξέρουμε τι θα κάνει. Η εξαλλοσύνη της είναι το αλατοπίπερο της πολιτικής μας καθημερινότητας. Μπορεί να κερδίσει ποσοστά όπως έγινε με το θέμα των Τεμπών; Θα δούμε.
Το τρίτο και πιο κρίσιμο είναι το εσωτερικό ρολόι της κυβέρνησης. Όταν μια εξουσία μπει στο στάδιο της αυτοσυντήρησης, αρχίζει να κοιτάζει τον καθρέφτη περισσότερο απ’ ό,τι το τιμόνι. Σήμερα, ο Μητσοτάκης κυβερνά, αλλά αρχίζει να αφουγκράζεται και τον θόρυβο των πιθανών δελφίνων. Η Νέα Δημοκρατία δείχνει, σε επίπεδο βάσης, να βαριέται. Κι αυτό, σε μια χώρα όπου η πολιτική είναι κυρίως υπόθεση αίσθησης και όχι προγράμματος, λέει πολλά.
Ο πρωθυπουργός φαίνεται να σχεδιάζει μια μεγάλη επανεκκίνηση, με όχημα την ΔΕΘ. Εκεί ετοιμάζεται – κατά τις διαρροές – να παρουσιάσει ένα πακέτο μέτρων «ανάσας για τη μεσαία τάξη». Μισθολογικές ενισχύσεις, μείωση φορολογικών βαρών, επιδότηση ενέργειας για νοικοκυριά. Το πλάνο είναι να αλλάξει το αφήγημα από «σκάνδαλο» σε «στήριξη», να θυμίσει στους μικρομεσαίους γιατί τον ψήφισαν το 2019 και γιατί τον ξαναψήφισαν το 2023. Είναι το κλασικό κόλπο των κυβερνήσεων. Όταν ζορίζουν τα πράγματα, ρίξε λεφτά και κράτα τους δικούς σου. Και το δεδομένο είναι ότι ο Μητσοτάκης με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, έχει καταφέρει να τιγκάρει το κρατικό ταμείο με λεφτά.
Αν το ζύγι γείρει προς τις πρόωρες, ο φθινοπωρινός ορίζοντας φαντάζει ιδανικός. Πριν αρχίσει η βαρυχειμωνιά, πριν πέσουν οι επιδοτήσεις κάτω από τις προσδοκίες και πριν πάρουν μπρος τα συνδικαλιστικά ανακλαστικά. Φθινόπωρο σημαίνει ότι μπορείς να παρουσιάσεις έναν απολογισμό «με τα θετικά και τα στραβά, αλλά με σταθερότητα», και να ζητήσεις μια νέα εντολή «για να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις», φράση που πλέον μεταφράζεται ελεύθερα ως «για να μην έρθουν οι άλλοι». Οι οποίοι έτσι κι αλλιώς, κουτσοί είναι.
Το άλλο σενάριο, να πάει μέχρι το 2026, ενέχει κινδύνους. Δεν είναι μόνο η φθορά. Είναι και η αίσθηση ότι το σύστημα δεν έχει πια αφήγημα. Ο ΕΝΦΙΑ δεν μειώνεται άλλο, η ανάπτυξη δεν είναι πια εντυπωσιακή για την τσέπη, οι επενδύσεις δεν κατεβαίνουν από τα αεροπλάνα, κι ο πολίτης αισθάνεται ότι ζει σε μια ωραία μακέτα που δεν τον αφορά. Αν ενσκήψει κι άλλο σκάνδαλο – δεν είναι αδύνατο, το ελληνικό Δημόσιο πάντα κρατάει καβάντζα – τότε οι εκλογές θα είναι αναπόφευκτες και πολύ πιο δύσκολες.
Ο Μητσοτάκης δεν είναι πολιτικός που αγαπά τις αιφνιδιαστικές κινήσεις, αλλά είναι τεχνοκράτης που αγαπά τα προγνωστικά. Αν τα δικά του στοιχεία πουν ότι η ζημιά από τον ΟΠΕΚΕΠΕ είναι ανεπίστρεπτη, ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι θα τον ψέξουν (έστω και ψιθυριστά), και ότι ο κόσμος ετοιμάζεται για μια μικρή εξέγερση της λογικής απέναντι στο δόγμα «για όλα φταίνε οι προηγούμενοι», τότε δεν αποκλείεται να επιλέξει τις εκλογές όχι από αδυναμία, αλλά από πλεονέκτημα. Όσο προλαβαίνει να τις ελέγξει.
Μπορεί λοιπόν το σκάνδαλο να τον ρίξει; Όχι άμεσα. Μπορεί όμως να τον αναγκάσει να παίξει τα ρέστα του νωρίτερα απ’ όσο ήθελε. Κι αν το κάνει, θα το κάνει όπως πάντα. Ψύχραιμα, σιωπηρά, και με ένα βλέμμα που θα λέει «δεν ήθελα να το κάνω, αλλά για το καλό της χώρας δεν είχα άλλη επιλογή». Ως τότε βέβαια, σύσσωμη η κυβέρνηση θα βεβαιώνει ότι «θέμα πρόωρων εκλογών δεν υφίσταται». Το ακούσαμε πολλές φορές την βδομάδα αυτή, θα το ακούμε ως τον Σεπτέμβρη. Εξάλλου, αναμένονται και οι πρώτες ΟΠΕΚΕΠΕ-δημοσκοπήσεις. Για να τις δούμε πρώτα…