Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
της Ολυμπίας Νικολοπούλου, δικηγόρου
Η ετήσια άδεια ανάπαυσης με αποδοχές και ειδικότερα η χορήγησή της κατά τους θερινούς μήνες αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα των εργαζομένων και κατοχυρώνεται τόσο από την εθνική εργατική νομοθεσία όσο και από την Ευρωπαϊκή. Παράλληλα συνδέεται με την προστασία της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία, την συνολική ισορροπία του εργαζομένου και φυσικά την αποτελεσματικότητα της εργασιακής σχέσης. Στην Ελληνική έννομη τάξη, η ετήσια άδεια προβλέπεται ήδη από το έτος 1945, σε συνδυασμό με μεταγενέστερους Νόμους και είναι υποχρεωτική με αποδοχές. Επίσης δεν αντικαθίσταται με χρηματική αποζημίωση, παρά μόνο σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης, αν και εφόσον δεν έχει χορηγηθεί. Οι εργοδότες υποχρεούνται να χορηγούν την άδεια εντός του ημερολογιακού έτους στο οποίο αυτή αναλογεί έτσι ώστε να εξυπηρετείται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και να μην παραβιάζεται το δικαίωμα του εργαζομένου.
Η άδεια ανάπαυσης δεν επιτρέπεται να παραλείπεται ή να αναβάλλεται επ’αόριστον λόγω επιχειρησιακών αναγκών. Η μη χορήγησή της εντός του έτους συνιστά παράβαση της εργατικής νομοθεσίας και επισύρει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας.
Ποιο είναι όμως το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο;
- Κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην ετήσια άδεια με αποδοχές, μετά από τουλάχιστον έναν μήνα εργασίας, και πλήρως μετά το πρώτο έτος. Από τον πρώτο μήνα ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει αναλογικά την άδειά του σύμφωνα με το χρονικό διάστημα που έχει εργαστεί στον εργοδότη.
- Ορίζεται η διάρκεια από τον δεύτερο χρόνο και μετά δικαιούται ολόκληρη την κανονική άδεια, η οποία είναι 21 εργάσιμες ημέρες για πενθήμερο (αφού συμπληρώσει δωδεκάμηνο και πλέον) και 24-25 εργάσιμες ημέρες για εξαήμερο. Μετά τα τρία χρόνια υπηρεσίας, η άδεια αυξάνεται σε 22 εργάσιμες ημέρες (πενθήμερο) και 26 (εξαήμερο), αυξανόμενες με τη διάρκεια υπηρεσίας.
- Το επίδομα της άδειας ανέρχεται στο 50 % του μηνιαίου μισθού ή σε 13 ημερομίσθια για ημερομισθιακή απασχόληση, με υποχρέωση καταβολής μέχρι το πρώτο 24ωρο της άδειας.
Προσφάτως κατατέθηκε το νέο νομοσχέδιο «Δίκαιη Εργασία για Όλους», το οποίο φέρνει σημαντικές αλλαγές και συγκεκριμένα κατοχυρώνει την ευέλικτη κατανομή άδειας. Ο εργαζόμενος δηλαδή μπορεί πλέον να ζητήσει τον επιμερισμό της ετήσιας άδειας σε έως τέσσερα διαφορετικά τμήματα, αντί για δύο συνεχόμενες εβδομάδες, κατόπιν συμφωνίας με τον εργοδότη. Έτσι δίνεται η δυνατότητα στον εργαζόμενο να προσαρμόσει τα διαλείμματα ανάλογα με τις προσωπικές του ανάγκες και το οικογενειακό του πρόγραμμα. Επίσης μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τον φόρτο εργασίας του αποφεύγοντας περιόδους με μεγάλες επαγγελματικές απαιτήσεις. Βεβαίως για να λειτουργήσει το σύστημα αυτό απαιτείται και η συνδρομή του εργοδότη, ώστε να μην χαθεί ο χαρακτήρας της ετήσιας άδειας και να μην δημιουργείται έλλειψη συνεννόησης, η οποία σε κάθε περίπτωση θα προκαλούσε αντιπαραθέσεις. Ο εργοδότης δεν μπορεί να επιβάλλει μονομερώς οποιοδήποτε επιμερισμό ή διαχωρισμό αδείας.
ΠΡΟΣΟΧΗ : Η άδεια δεν δύναται να μειωθεί ή παρακαμφθεί λόγω ψηφιακής κάρτας και για κανένα λόγο διότι θα θεωρηθεί βλαπτική μονομερής μεταβολή για τον εργαζόμενο.
Αυξημένο επίδομα αδείας
Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί συνακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας, με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβεί το μισό μισθό, για όσους εργάζονται με μισό μισθό και τα 13 ημερομίσθια για όσους εργάζονται με ημερομίσθιο. Συγκεκριμένα λόγω της αύξησης του κατώτατου μισθού την 1η Απριλίου 2025 (από 830 € σε 880 € μεικτά), το επίδομα άδειας για κατώτατους μισθούς ανέρχεται τώρα σε 589,41 € αντί 556,05 € . Η καταβολή του επιδόματος συνεχίζει να προκαταβάλλεται, όπως προβλέπεται από το Νόμο, χωρίς καθυστερήσεις ή δόσεις.
Η μη χορήγηση της ετήσιας άδειας ή του επιδόματος από τον εργοδότη συνιστά σοβαρή παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας και επισύρει διοικητικές, αστικές και ποινικές κυρώσεις.
Συγκεκριμένα επιβάλλονται υψηλά πρόστιμα από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, μετά από καταγγελία ή αυτεπάγγελτο έλεγχο ενώ η μη χορήγηση αδείας ή μη καταβολή επιδόματος τιμωρεί τον εργοδότη ακόμα και με ποινή φυλάκισης.
Τα εργαλεία αντιμετώπισης των εργαζομένων ξεκινούν από την καταγγελία στο ΣΕΠΕ και στα εργατικά σωματεία καθώς και εξώδικες οχλήσεις ή προσφυγή στη Δικαιοσύνη με αγωγές. Όλα τα νομικά εργαλεία στη διάθεση του εργαζομένου αφού ο Νόμος είναι πολύ αυστηρός με τις προαναφερόμενες παραβάσεις.
Οι καλοκαιρινές άδειες και το επίδομα αδείας δεν είναι παραχωρήσεις «καλής θέλησης» των εργοδοτών , αλλά αδιαπραγμάτευτα δικαιώματα με πλήρη νομική θωράκιση. Η δυνατότητα επιμερισμού της αδείας σε τέσσερα μέρη οφείλει να υπηρετεί τις ανάγκες του εργαζομένου και σε καμία περίπτωση να διευκολύνει αυθαίρετες εργοδοτικές πρακτικές ή κατακερματισμό της ανάπαυσης. Το δε επίδομα της αδείας, λόγω του σαφούς νομικού πλαισίου, πρέπει να καταβάλλεται πλήρως και έγκαιρα, διαφορετικά ενεργοποιούνται όλες οι διοικητικές, ποινικές και αποζημιωτικές κυρώσεις που προαναφέρθηκαν. Η εργοδοτική αυθαιρεσία δεν είναι «κανονικότητα» αλλά παράβαση και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοια.
Σε μια λοιπόν εποχή αυξημένων πιέσεων στην αγορά εργασίας, η τήρηση αυτών των θεσμικών εγγυήσεων αποτελεί δείκτη πολιτισμού και σεβασμού του εργαζομένου και είναι το μεγάλο στοίχημα για την εκάστοτε Κυβέρνηση.