Έπειτα από μια καριέρα έξι δεκαετιών, γεμάτη επιτυχίες, σκάνδαλα, ανατροπές και καθαρτήρια comeback, ο Μάικλ Ντάγκλας ανακοίνωσε το τέλος της διαδρομής του στον κινηματογράφο. Όχι με τυμπανοκρουσίες ή μια φαντασμαγορική «τελευταία ταινία», αλλά διακριτικά, στο περιθώριο μιας τιμητικής βράβευσης στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι. Όπως του άρμοζε.
Ένας «Nepo baby» με ταλέντο και αυτογνωσία
Γιος του θρυλικού Κερκ Ντάγκλας, ο Μάικλ ξεκίνησε με τη ρετσινιά του «νεποτισμού» πολύ πριν εφευρεθεί ο όρος. Και όμως, έγραψε τη δική του ιστορία – ως ηθοποιός, παραγωγός και εμβληματικό πρόσωπο του ώριμου, πολιτικού, προκλητικού αμερικανικού σινεμά των ’80s και ’90s.
Από το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας με τη «Φωλιά του Κούκου» (την οποία ο πατέρας του ποτέ δεν κατάφερε να μεταφέρει στο σινεμά), μέχρι τον διαβόητο Γκόρντον Γκέκο στο «Wall Street» και τον ψυχολογικά εύθραυστο ήρωα του «Falling Down», ο Ντάγκλας ήταν πάντα κάτι πιο περίπλοκο από τον κλασικό σταρ: γωνιώδης, τολμηρός, ατελής – γι’ αυτό και αληθινός.
Από τη σκιά του Κερκ στο φως του δικού του δρόμου
Η παιδική του ηλικία σημαδεύτηκε από απουσίες και εσωτερική ένταση. Έφηβος που γύρευε ταυτότητα, βρήκε καταφύγιο στο θέατρο, παρότι ο Κερκ Ντάγκλας δεν έκρυβε την αυστηρότητά του στις πρώτες ερμηνείες του γιου του. Ο δρόμος όμως άνοιξε με στήριξη από μέντορες όπως ο Καρλ Μάλντεν, και τηλεοπτική επιτυχία στους «Δρόμους του Σαν Φρανσίσκο».
Σύντομα, ο Μάικλ Ντάγκλας έγινε παραγωγός με αισθητήριο, αναλαμβάνοντας ρίσκα που απέδωσαν – κυριολεκτικά και καλλιτεχνικά.
Το σινεμά του πόθου, της απειλής, της δύναμης
Ο Ντάγκλας έγινε σύμβολο της ενήλικης έντασης: απιστίες, ηθικά γκρίζοι ήρωες, ασφυκτικά γραφεία και ερωτικά παιχνίδια εξουσίας. Από την «Ολέθρια Σχέση» μέχρι το «Basic Instinct» και τις «Αποκαλύψεις», τα πρόσωπα που ενσάρκωνε ήταν άνδρες στα όρια, σε ρήξη με τον εαυτό τους και την εποχή τους.
Σπάνια συμπαθής, πάντα ενδιαφέρων. Ακόμα κι όταν κατηγορήθηκε για κακοποιητική συμπεριφορά, το Χόλιγουντ δεν τον απέρριψε – γιατί είχε χτίσει έναν μύθο που στηριζόταν σε αντιφάσεις.
Ο Ντάγκλας της στροφής: χιούμορ, αυτοσαρκασμός, δύναμη μετά τη θύελλα
Η καριέρα του απέκτησε νέα πνοή με τον Λιμπεράτσε στο «Behind the Candelabra», για τον οποίο τιμήθηκε με Emmy. Τα προβλήματα υγείας, οι προσωπικές συγκρούσεις, η σχέση με τον γιο του Κάμερον, το on & off με την Κάθριν Ζέτα Τζόουνς – όλα έγιναν μέρος της δημόσιας εικόνας ενός καθόλου τέλειου, αλλά αυθεντικού ανθρώπου.
Και τα τελευταία χρόνια, με τη «Μέθοδο Κομίνσκι», πρόσθεσε στην εικόνα του χιούμορ και τρυφερότητα, κλείνοντας έναν κύκλο με αξιοπρέπεια.
Γιατί φεύγει τώρα;
Ο ίδιος δεν έδωσε σαφή απάντηση. Ίσως γιατί έχει πει όλα όσα ήθελε, ίσως γιατί δεν υπάρχουν πια τόσοι ρόλοι για άνδρες της ηλικίας του, εκτός αν φοράνε κάπα και πανοπλία. Ίσως γιατί, όπως ο Τζιν Χάκμαν, προτίμησε να φύγει με τους δικούς του όρους.
Και γιατί όχι; Ο Μάικλ Ντάγκλας δεν υπήρξε ποτέ ο σταρ της αποθέωσης. Ήταν ο σταρ της ανησυχίας, της αλήθειας, της δυσφορίας του σύγχρονου ανθρώπου. Και ίσως, τελικά, ο μόνος τρόπος να φύγει, να είναι ακριβώς αυτός: χωρίς φωνές. Με σεβασμό. Με σιγή.