Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Σε επανασχεδιασμό της λειτουργίας των λαϊκών αγορών με την είσοδο περισσότερων παραγωγών και την ανάθεση της διαχείρισης στους δήμους ώστε να ενισχυθούν ο ανταγωνισμός και η ποιότητα των προϊόντων προχωρά το υπουργείο Ανάπτυξης.
Στο νέο περιβάλλον που θα διαμορφωθεί, πολλές από τις 1.530 λαϊκές είτε θα μεταφερθούν σε κεντρικότερα σημεία είτε θα συγχωνευθούν ενώ θα δοθούν ευκαιρίες σε νέους παραγωγούς και αγρότες να εισέλθουν στον κλάδο, που αριθμεί συνολικά άνω των 13.000 επαγγελματιών. «Θέλουμε να φέρουμε τον παραγωγό πιο κοντά στον πολίτη ώστε να περιοριστεί κι άλλο η ακρίβεια. Ένεκα των πολιτικών μας άλλωστε, σε πολλούς τομείς καταγράφεται αρνητικός πληθωρισμός» επισημαίνει ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος.
Αντιρρήσεις
Στον αντίποδα προβάλλονται πολλές αντιρρήσεις από τους εμπόρους ενώ και οι δήμοι παρότι θα αποκομίζουν οικονομικά οφέλη δεν διαθέτουν, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα υποδομές καθαριότητας προκειμένου να ανταποκριθούν σε ένα τέτοιο εγχείρημα. «Πάντα υπάρχουν λύσεις αρκεί η εκάστοτε πολιτική ηγεσία να συζητά πρωτίστως με τους εκπροσώπους του κλάδου. Σήμερα το 90% όσων δηλώνουν παραγωγοί στην ουσία δεν είναι. Αγοράζουν προϊόντα και τα πουλάνε. Κάνουν παρεμπόριο σε βάρος των συναδέλφων τους και των καταναλωτών», δηλώνει στην Today Press o πρόεδρος του σωματείου επαγγελματιών πωλητών των λαϊκών Δημήτρης Μουλιάτος. Και συνεχίζει: « Το ζητούμενο είναι να μπουν περισσότεροι αγρότες και να διαθέτουν απευθείας τα προϊόντα τους. Έτσι θα βελτιωθεί περαιτέρω η κατάσταση η οποία δεν είναι καθόλου κακή σήμερα. Η κίνηση έχει ομαλοποιηθεί και οι τιμές βρίσκονται στα καλύτερα επίπεδα. Η λαϊκή αποτελεί το αποκούμπι του λαού». Κι αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι μόνο στην Αττική, πάνω από 2 εκατομμύρια καταναλωτές ψωνίζουν από τους πάγκους, φρούτα, λαχανικά, νωπά, αλιεύματα και άλλα τρόφιμα από τους πάγκους.
Σχεδιασμός
Το υπό κατάρτιση πλάνο του υπουργείου επικεντρώνει στους παραγωγούς, σε προκαθορισμένες τοποθεσίες και ημέρες, χωρίς συμμετοχή μεταπωλητών. Ειδικότερα, οι παραγωγοί θα πωλούν απευθείας στους καταναλωτές, χωρίς ενδιάμεσους, θα διασφαλίζεται η διαφάνεια στις τιμές και η γνώση της προέλευσης, θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα στην αγορά νωπών προϊόντων ενώ θα διατηρούν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους, αφού δεν θα συμπιέζονται από τους εμπόρους. Επίσης «η απευθείας διάθεση από τους παραγωγούς εκτιμάται ότι θα μειώσει αισθητά τις τιμές, αφού αφαιρείται το κόστος της μεταπώλησης». Παράλληλα, «οι καταναλωτές θα έχουν καλύτερη πληροφόρηση για την προέλευση των προϊόντων, γεγονός που ενισχύει την εμπιστοσύνη τους, ιδίως σε συνθήκες έντονης ακρίβειας».
Η πρωτοβουλία έχει και έναν ακόμα στόχο: «να ενισχύσει τον δεσμό του πολίτη με τον Έλληνα παραγωγό, τονώνοντας παράλληλα την τοπική οικονομία και τον αγροτικό τομέα». Το νέο σχήμα θα εφαρμοστεί δοκιμαστικά σε επιλεγμένες περιοχές, κυρίως σε μεγάλες πόλεις, όπου το ζήτημα των υψηλών τιμών είναι πιο έντονο. Παράλληλα, θα θεσμοθετηθεί σαφής διάκριση μεταξύ δύο τύπων λαϊκής αγοράς της αμιγώς παραγωγικής με συμμετοχή αγροτών και της μικτής , όπου θα συνυπάρχουν παραγωγοί και έμποροι, με ξεκάθαρη σήμανση και εποπτεία.
Η έρευνα
Σύμφωνα με τα πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα (MRB, Ioύνιος 2025) ο συνδυασμός της ποιότητας, των φρέσκων προϊόντων και των προσιτών τιμών είναι οι βασικοί λόγοι που περίπου 2 εκατομμύρια καταναλωτές της Αττικής προτιμούν να ψωνίζουν βασικά είδη από τις 271 λαϊκές αγορές του λεκανοπεδίου. Όμως, η έλλειψη πάρκινγκ, η ασφάλεια του περιβάλλοντος και η καθαριότητα θεωρούνται ως τα μειονεκτήματα των αγορών.
Το 49% των κατοίκων της Αττικής, ψωνίζουν κυρίως από τις 271 λαϊκές αγορές της, ενώ το 68% συνδυαστικά από τις λαϊκές και τα σούπερ μάρκετ. Το 70% αγοράζει φρούτα και λαχανικά και το υπόλοιπο αγοράζει ψάρια, αυγά, μέλι, ξηρούς καρπούς, είδη ένδυσης και υπόδησης, είδη σπιτιού κ.λπ. Το 71% προτιμούν τις λαϊκές αγορές λόγω ποιότητας και ποικιλίας. Tο 67% λόγω των τιμών.
Mέχρι 20 ευρώ δαπανά το 27%, από 20–40 ευρώ το 48%, ενώ από 40–60 ευρώ το 19% των καταναλωτών. Το 83% δηλώνει αρκετά ικανοποιημένο από τα προϊόντα και τις τιμές των λαϊκών αγορών. Το 16% μερικά ικανοποιημένοι και 1% καθόλου ικανοποιημένοι
Κακή κατάσταση
Το 61% θεωρεί ότι τα πράγματα θα πάνε προς το χειρότερο και μόνο το 5% ότι θα πάνε προς το καλύτερο. Το 75% πιστεύει ότι η κακή αυτή κατάσταση οφείλεται στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, ενώ, το 56% ότι οφείλεται στην ακρίβεια των τιμών . Το 40% των πωλητών προσδοκά καλύτερες μέρες για το τζίρο τους. Το 30% των πωλητών την αναγνώριση του επαγγέλματος τους, ενώ ένα 10% δεν έχει καμία προσδοκία. Σημαντικό είναι το στοιχείο που δείχνει ότι 2 στους 3 πωλητές δεν είναι ευχαριστημένοι με το επάγγελμά τους. Το 60% των πωλητών προτιμά το ωράριο που λειτουργούν σήμερα οι αγορές: 8:00 – 15:30, ενώ το 40% προτιμά με ωράριο 9:00 – 17:00
Δήμαρχοι
Όσον αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση είναι γεγονός ότι οι δήμαρχοι της Αττικής, αναγνωρίζουν την προσφορά των λαϊκών αγορών σε ποιοτικά προϊόντα και τιμές προς τους δημότες-καταναλωτές και αναγνωρίζουν ότι η λαϊκή αγορά είναι ένας χώρος συνάντησης και ανθρώπινης επαφής. Επισημαίνουν ως προς τα προβλήματα που δημιουργούν οι λαϊκές αγορές, τις διαμαρτυρίες των κατοίκων των οδών όπου λειτουργούν. Επίσης, 6 στους 10 Δημάρχους αποδέχονται την κατάργηση των δημοτικών τελών για τους κατοίκους των δρόμων που λειτουργούν οι αγορές, ζητούν όμως νομοθετική ρύθμιση για να μπορέσουν να το κάνουν. Τονίζουν ταυτόχρονα τη μη τήρηση του κανονισμού λειτουργίας των αγορών από τους πωλητές , σε ό,τι αφορά το ωράριο προσέλευσης -αποχώρησης και την καθαριότητα. Τα μεγάλα κυκλοφοριακά προβλήματα που δημιουργεί η λειτουργία των αγορών. Όμως, παρά τα προβλήματα που επισημαίνουν οι δήμαρχοι, στο σύνολο τους επιθυμούν τη συνέχιση της λειτουργίας των λαϊκών αγορών.
Αναδρομή
Στην Ελλάδα, όπως και στην Κύπρο ο θεσμός αυτός ήταν γνωστός από τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν γινόταν το γνωστό “παζάρι” σε μεγάλα οικιστικά κέντρα, μια καθορισμένη ημέρα της εβδομάδας. Τότε οι παραγωγοί (αγρότες, κηπουροί, κτηνοτρόφοι, βιοτέχνες που κατασκεύαζαν ιδίως, υποδήματα, δισάκια και σχοινιά κ.α.) από την γύρω περιοχή πωλούσαν την παραγωγή τους απευθείας στους καταναλωτές. Νομικά καθιερώθηκαν επί κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου το 1929. Τρία χρόνια αργότερα, ιδρύθηκε το Ταμείο Λαϊκών Αγορών. Οι λαϊκές αγορές από τότε που καθιερώθηκαν μέχρι να φτάσουν στη σημερινή τους μορφή, πέρασαν από πολλά στάδια εξέλιξης. Στις ελληνικές λαϊκές αγορές υπάρχουν δύο κατηγορίες πωλητών: Οι παραγωγοί και οι επαγγελματίες. Οι παραγωγοί είναι αγρότες ή μελισσοκόμοι οι οποίοι διαθέτουν προς πώληση τα προϊόντα που παράγουν οι ίδιοι.(φρούτα, λαχανικά, μέλι) και οι επαγγελματίες αγοράζουν τα προϊόντα τα οποία πωλούν από διάφορες πηγές χωρίς απαραιτήτως να είναι οι ίδιοι οι παραγωγοί τους.