Την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, τις προανακριτικές, τις εξεταστικές επιτροπές, καθώς και τις δηλώσεις βουλευτών και ευρωβουλευτών κομμάτων της αντιπολίτευσης, κλήθηκε να σχολιάσει, ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, κατά την σημερινή ενημέρωση των πολιτικών συντακτών.
Η ερώτηση του δημοσιογράφου
Ν. ΑΝΑΝΙΑΔΗΣ: Καλησπέρα κ. Υπουργέ. Μια και ζούμε, κατά κάποιο τρόπο ας πούμε, μία περίοδο ποινικοποίησης της πολιτικής, με θεσμικό βέβαια τρόπο, αλλά κάθε τόσο έχουμε προανακριτικές, εξεταστικές κ.τ.λ. Σκέφτεται η Κυβέρνηση να σηκώσει το γάντι, ας το πούμε έτσι, να αντιδράσει, προσφεύγοντας ίσως στην Δικαιοσύνη και αυτή από την πλευρά της για δηλώσεις βουλευτών, και ευρωβουλευτών της Αντιπολίτευσης, που κάνουν λόγο για «εγκληματική οργάνωση, Χούντα, Νονό», απευθυνόμενα στον ίδιο τον Πρωθυπουργό, ή θα μείνει στο πολιτικό επίπεδο αποδοκιμασίας των συγκεκριμένων δηλώσεων;
Η απάντηση του Κυβερνητικού Εκπροσώπου:
“Καταρχάς να πούμε ότι ειδικά σε ό,τι αφορά στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν μιλάμε πλέον για μεμονωμένες δηλώσεις. Μεμονωμένες δηλώσεις είναι όταν κάποιος, ένας από τους 30 βουλευτές που έχει ένα κόμμα, ένας από τους δύο – τρεις ευρωβουλευτές που έχει, μία φορά είπε κάτι, το καταδίκασε το κόμμα, εν πάση περιπτώσει απομονώθηκε.
Νομίζω, ότι η λογική Φαραντούρη σε ένα κόμμα, όπου είχαμε έναν πρώην υπουργό να κάνει προγραφές δημοσιογράφων, πολιτών, δικαστών ή έναν άλλο ευρωβουλευτή να μιλάει, όπως μιλούσε ένας άλλος ευρωβουλευτής τελοσπάντων του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή είναι μία συνεχιζόμενη πρακτική, μία επαναλαμβανόμενη ρητορική, άρα νομίζω ότι αυτός είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Άρα η καλύτερη καταδίκη, είναι η καταδίκη από τους πολίτες. Σκεφτείτε ότι είναι ένα κόμμα, το οποίο βρέθηκε ξαφνικά από το 3%-4% να κυβερνάει τον τόπο, με ποσοστά 36% και σε κάθε εκλογική διαδικασία χάνει από 5 έως 10 μονάδες και τώρα είναι στο όριο του 5%-6%, δηλαδή ας πούμε είναι κάπου εκεί δημοσκοπικά.
Άρα, αυτή νομίζω είναι η καλύτερη πολιτική απάντηση, η απάντηση των πολιτών, γιατί στο τέλος της ημέρας από εκείνους κρινόμαστε και όσο και αν κάποιοι θεωρούν ότι η ημέρα είναι νύχτα, ή το μαύρο είναι άσπρο, στο τέλος της ημέρας η λαϊκή ετυμηγορία δίνει τις απαντήσεις της.
Το δεύτερο που θέλω να πω είναι, ότι σε κάποιες τοποθετήσεις χωρεί νομική πρωτοβουλία, όταν αυτές εμπεριέχουν την τέλεση κάποιων ποινικών αδικημάτων. Έχω πει πάρα πολλές φορές, ότι κανείς δεν πρέπει να εξαιρείται από αυτό.
Όταν κάποιος λοιπόν θεωρεί ότι ατομικώς θίγεται ή ότι κάποιος μεταφέρει κάτι, το οποίο είναι ψευδές ή δυσφημιστικό εν γνώση του μπορεί να προσφύγει στην Δικαιοσύνη και είναι καθήκον του καθενός.
Δεν θα μπούμε εμείς στη διαδικασία να ποινικοποιήσουμε, αν με ρωτάτε αυτό, τέτοιες, ή να προσπαθήσουμε να ποινικοποιηθούν τέτοιες δηλώσεις, δεν πρόκειται να το κάνουμε αυτό για πάρα πολλούς λόγους και δεν θέλουμε και να μπούμε σε αυτήν την διαδικασία, εφόσον υπάρχουν περιπτώσεις, που κάποια πράγματα είναι ξεκάθαρα, ψευδή και συκοφαντικά, μπορεί έναν πολιτικός ατομικά, ένας δημοσιογράφος, ένας πολίτης να κινηθεί, να έρθει στην Δικαιοσύνη.
Ξέρετε η μεγάλη εικόνα είναι ότι, κάποιοι προσπαθούν να αναβιώσουν τα τοξικά χρόνια πριν από μία δεκαετία. Εδώ υπάρχει μία πολύ μεγάλη διαφορά. Καταρχάς, να συμφωνήσουμε, ότι το τοξικό και το λαϊκιστικό είναι καταδικαστέο όποια και αν είναι η εποχή. Εδώ υπάρχει μία διαφορά. Οι άνθρωποι αυτοί κυβέρνησαν, οι πρωταγωνιστές της πάνω και της κάτω πλατείας, μπορεί τώρα να έχουν διασκορπιστεί σε τρία, τέσσερα, πέντε κόμματα, όλοι αυτοί ήταν μία παρέα, μία επικίνδυνη παρέα αριστερών και ακροδεξιών, που κυβέρνησαν τον τόπο. Και εκτός από λαϊκιστές, εκτός από τοξικοί αποδείχθηκαν και ανίκανοι και βαθιά επιζήμιοι για τον τόπο.
Μας φόρτωσαν όλους, και κυρίως τις επόμενες γενιές από εμάς, πάνω από 100 δισεκατομμύρια. Άρα, είναι πλέον περιθωριακή αυτή η ρητορική, όχι μόνο ως προς την υφή της, την τραγική ποιότητά της, αλλά είναι περιθωριακή και η πολιτική που εκφράζουν και ό,τι πρεσβεύουν. Νομίζω δεν τους ακούει κανείς. Επαναλαμβάνω όμως αυτό που είπα και προχθές όμως. Πρέπει το ΠΑΣΟΚ να μην πατάει σε δύο βάρκες.
Το ΠΑΣΟΚ σε αυτήν την τοξική εποχή των προηγούμενων ετών ήταν απέναντι στους ανθρώπους αυτούς.
Με το ΠΑΣΟΚ μας χωρίζει άβυσσος πολιτικά, πολύ μεγάλη απόσταση και ο ομιλών ήταν πάντοτε απέναντι στη λογική του ΠΑΣΟΚ, όπως αντίστοιχα και το ΠΑΣΟΚ και στη δική μας λογική. Αλλά δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί το ΠΑΣΟΚ των προηγούμενων Προέδρων του, να δέχεται, είτε να βρίσκεται στο ίδιο κάδρο, με τα κόμματα αυτά, τους τυχοδιώκτες αυτούς, τους πολιτικούς τυχοδιώκτες, τους ακραίους λαϊκιστές, αυτά όλα τα συνονθυλεύματα, που παρουσιάζονται ως πολιτικά κόμματα, ούτε θα ανεχόταν το ΠΑΣΟΚ των προηγούμενων προέδρων του, είτε τις αείμνηστης Φώφης Γεννηματά είτε του κ. Βενιζέλου, μία βουλευτής να αποκαλεί «Χούντα» την Κυβέρνηση.
Και το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία είχαν στελέχη, που τα στελέχη των άλλων κομμάτων τα χαρακτήριζαν προδότες και Γερμανοτσολιάδες. Υποστήκαμε αυτήν τη χυδαιότητα. Νομίζω, ότι μόνο από το ΠΑΣΟΚ μπορούμε να έχουμε σε αυτό το επίπεδο απαιτήσεις και θεωρώ ότι μία σειρά από στελέχη του, τα οποία και εκείνα και τα δικά μας στελέχη συκοφαντήθηκαν με έναν τόσο απροκάλυπτο τρόπο, δεν πρέπει να ανέχονται τέτοιες συμπεριφορές και πρέπει να τις απομονώνουν. Όσο και αν διαφωνούμε σε όλα τα υπόλοιπα”.