Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Συχνά στην πολιτική ζωή της χώρας βλέπουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά. Υπάρχουν φράσεις, συμπεριφορές και πράξεις που αν ειπωθούν ή γίνουν από έναν πολιτικό της δεξιάς θεωρούνται αμέσως «κόκκινη γραμμή» και ξεσηκώνεται σάλος. Όμως, όταν τα ίδια ακριβώς προέρχονται από την αριστερά, ξαφνικά μετατρέπονται σε «κατανοητές υπερβολές», σε «λαϊκή αγανάκτηση. Αυτό δεν είναι απλώς μια αδικία, είναι μια στρέβλωση της ίδιας της δημοκρατίας. Γιατί η δημοκρατία προϋποθέτει ισονομία, προϋποθέτει ίσους κανόνες για όλους.
Σκεφτείτε ένα υποθετικό σενάριο: ένας βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας να απειλεί δημόσια έναν υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠΑΣΟΚ, λέγοντας πως «θα τον κυνηγήσουμε να μην έχει τόπο να σταθεί». Τι θα συνέβαινε; Θα μιλούσαν για φασιστικές νοοτροπίες, για απειλές κατά της δημοκρατίας, για επικίνδυνες ρητορικές που θυμίζουν άλλες εποχές. Όμως, όταν την ίδια ακριβώς φράση ξεστομίζει ένας βουλευτής της αριστεράς, η αντίδραση είναι σχεδόν μηδενική. Ίσως να σχολιάσουν κάποιοι στα κοινωνικά δίκτυα, ίσως να το αναφέρει ο ίδιος ο θιγόμενος πολιτικός, αλλά ως εκεί. Δεν θα δούμε πρωτοσέλιδα, δεν θα υπάρξει κατακραυγή από τα υπόλοιπα κόμματα, δεν θα σηκωθούν οι «δημοκρατικές ευαισθησίες» που τόσο εύκολα ενεργοποιούνται σε άλλες περιπτώσεις.
Και αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα. Διότι η ανοχή που δείχνει η κοινωνία και τα μέσα ενημέρωσης σε τέτοιες πρακτικές, ακριβώς επειδή προέρχονται από την αριστερά, δημιουργεί μια επικίνδυνη ανισορροπία. Από τη μια, η δεξιά είναι συνεχώς στο στόχαστρο, με κάθε της λέξη να αναλύεται και να κρίνεται αυστηρά. Από την άλλη, η αριστερά μοιάζει να διαθέτει ένα «πάσο ασυλίας». Και αυτή η ασυλία δεν είναι θεωρητική: έχει οδηγήσει σε πραγματικά περιστατικά βίας, σε τραμπουκισμούς, σε επιθέσεις σε γραφεία και σπίτια πολιτικών, σε μια κουλτούρα που αποδέχεται τον εκφοβισμό ως εργαλείο πολιτικής δράσης.
Το χειρότερο είναι ότι η στάση αυτή έχει κανονικοποιηθεί. Δεν μας προκαλεί πια έκπληξη να βλέπουμε τέτοιες συμπεριφορές από την αριστερά, γιατί έχουμε συνηθίσει να τις αντιμετωπίζουμε σαν κάτι το «αναμενόμενο». Και έτσι, αντί να ζητάμε από όλους τους πολιτικούς να τηρούν τον ίδιο κανόνα αξιοπρέπειας και σεβασμού, αποδεχόμαστε άκριτα μια επικίνδυνη εξαίρεση.
Αν πραγματικά θέλουμε μια σοβαρή κοινωνία και μια υγιή δημοκρατία, πρέπει να σπάσουμε αυτό το ταμπού. Δεν έχει σημασία αν κάποιος είναι δεξιός, κεντρώος ή αριστερός: η προτροπή σε βία είναι εξίσου καταδικαστέα, οι απειλές είναι εξίσου επικίνδυνες, η πολιτική τρομοκρατία είναι εξίσου αντιδημοκρατική. Μόνο έτσι μπορούμε να μιλάμε για ίση μεταχείριση και για σεβασμό στους θεσμούς.
Γιατί διαφορετικά, η λύση είναι απλή: δηλώστε όλοι αριστεροί. Δεν χρειάζεται ούτε να πιστεύετε κάτι, ούτε να κάνετε κάτι διαφορετικό. Αρκεί η ταμπέλα. Με το που θα τη βάλετε στο πέτο, θα έχετε το ελευθέρας να λέτε ό,τι θέλετε, να απειλείτε, να τραμπουκίζετε, να καταστρέφετε. Κι όταν κάποιος διαμαρτυρηθεί, θα σηκώσετε το γνωστό επιχείρημα: «είναι η φωνή του λαού». Έτσι κι αλλιώς, σε αυτή τη χώρα, το μόνο που μετράει δεν είναι τι λες ή τι κάνεις, αλλά από ποια πολιτική πλευρά το λες. Και η αριστερά, εδώ και χρόνια, έχει κερδίσει το πιο προνομιακό πάσο: το πάσο της ασυλίας.