Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Ξαναεμφανίστηκε ο Αλέξης. Όχι ο μικρός που υποσχόταν να αλλάξει τον κόσμο, αλλά ο μεγάλος που νομίζει πως μπορεί να τον ξανακοροϊδέψει. Σαν ηθοποιός που επιστρέφει στη σκηνή μετά από αλλεπάλληλες αποτυχίες, κάνει την είσοδό του με στόμφο, λες και δεν προηγήθηκαν δεκαπέντε χρόνια αντιφάσεων, παλινωδιών και ιδεολογικής σχιζοφρένειας. Επιστρέφει με το ίδιο χαμόγελο, τις ίδιες φράσεις περί «νέας αρχής» και «λαϊκής ενότητας», λες και ο κόσμος ξέχασε ποιος έφερε το τρίτο και χειρότερο μνημόνιο, ποιος διέλυσε το κόμμα του, ποιος άλλαξε κυνικά και πρόστυχα ένα αποτέλεσμα δημοψηφίσματος, και ποιος κυβέρνησε με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ για να «ξεριζώσει το παλιό σύστημα».
Από τη δεκαετία του 2000, ο Τσίπρας είχε αναλάβει να στεγάσει όλους τους ακροαριστερούς, τους αντισυστημικούς, τους ονειροπόλους της επανάστασης. Ήταν ο πολιτικός νεολαίος με το backpack που υποσχόταν να συνθέσει τα συνθήματα του Πολυτεχνείου με τις προσδοκίες της μεσαίας τάξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ των 4% έγινε κόμμα εξουσίας χωρίς να γίνει ποτέ κόμμα ουσίας για το καλό του τόπου. Ένα άμορφο συνονθύλευμα τάσεων, ιδεοληψιών και φοιτητικών συνελεύσεων, ένα παρεάκι της καφετέριας που βρέθηκε να κυβερνά την χώρα. Το περίφημο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» υπήρξε το πρώτο μεγάλο ανέκδοτο. Με υποσχέσεις για 300.000 θέσεις εργασίας, σεισάχθεια, κατάργηση ΕΝΦΙΑ, διαγραφή χρέους, όλα με τα έσοδα από τη φοροδιαφυγή. Ούτε ο πιο αφελής λογιστής δεν θα το υπέγραφε, αλλά ο Αλέξης το παρουσίασε ως εθνικό σχέδιο αναγέννησης.
Κι ύστερα ήρθε το 2015, το μεγάλο θέατρο του παραλόγου. «Σκίζουμε τα μνημόνια», φώναζε. Και τα υπέγραψε. «Δεν υποχωρούμε στους δανειστές», έλεγε. Και υπέγραψε το χειρότερο μνημόνιο όλων. «Θα σεβαστούμε το Όχι του λαού», δήλωνε. Και το έκανε Ναι σε ένα βράδυ. Η «ηρωική διαπραγμάτευση» του πρώτου εξαμήνου, με τον Βαρουφάκη να παίζει τον ρόλο του οικονομικού ροκ σταρ, τελείωσε με την οικονομία διαλυμένη, τα ΑΤΜ άδεια και τη χώρα εξευτελισμένη. Ήταν το εξάμηνο που απέδειξε ότι η επανάσταση τελειώνει εκεί που αρχίζει η αριθμητική.
Όταν τα πράγματα σοβάρεψαν, ο Τσίπρας φόρεσε το κουστούμι του ρεαλιστή. Υπέγραψε, προσαρμόστηκε, συμμορφώθηκε. Όμως το έκανε χωρίς ίχνος αυτοκριτικής. Αντί να παραδεχτεί το λάθος, έφτιαξε μια αφήγηση ηρωικού ρεαλισμού. Ότι «έσωσε τη χώρα» υπογράφοντας αυτά που ορκιζόταν πως δεν θα υπογράψει ποτέ. Από επαναστάτης έγινε διαχειριστής της λιτότητας και το χειρότερο, το παρουσίασε σαν κατόρθωμα.
Στην πορεία, η εξουσία τον άλλαξε. Ή, μάλλον, τον αποκάλυψε. Επέλεξε για κυβερνητικό εταίρο τον Πάνο Καμμένο και τους ΑΝΕΛ, μια ακροδεξιά σέχτα που ως χθες κατακεραύνωνε. Το ιδεολογικό χάος έγινε θεσμική πραγματικότητα. Ο άνθρωπος που υποσχόταν να καταργήσει τα μνημόνια συγκυβερνούσε με τον άνθρωπο που μιλούσε για «συνωμοσίες Εβραίων» και «ψεκασμένους». Η πολιτική του ηθική μετατράπηκε σε απλό εργαλείο επιβίωσης.
Και πάνω απ’ όλα, ο Τσίπρας έσπειρε διχασμό. Εχθροπάθεια, καχυποψία, μικροεκδίκηση. Οι δημοσιογράφοι ήταν «παπαγαλάκια», οι αντίπαλοι «γερμανοτσολιάδες», οι διαφωνούντες «προδότες». Ο δημόσιος λόγος έγινε σκυλοκαβγάς, η πολιτική αντιπαράθεση καφενείο, και το Μαξίμου ένας μηχανισμός αναπαραγωγής μίσους. Όταν η τραγωδία στο Μάτι σάρωσε τα πάντα, η κυβέρνηση αντί να σιωπήσει, βγήκε να μιλήσει για «ασύμμετρη απειλή». Δεν υπήρξε συγγνώμη, δεν υπήρξε παραίτηση, δεν υπήρξε τσίπα. Μόνο θράσος.
Και μετά άρχισαν οι ήττες. Μία, δύο, τρεις, έξι συνολικά απέναντι στον Μητσοτάκη. Ο Αλέξης έμεινε να κοιτάζει τον αντίπαλο του να τον διαλύει εκλογικά, επικοινωνιακά, πολιτικά, και εκείνος να δηλώνει πως «η κοινωνία δεν κατάλαβε». Ποτέ δεν φταίει ο ίδιος, πάντα οι άλλοι. Η αυτοκριτική του ήταν πάντοτε κάτι μεταξύ ανεκδότου και αυτοθαυμασμού. Το 2023, η ήττα του ήταν συντριπτική, αλλά η αποχώρησή του δεν θύμιζε ηγέτη που κατανοεί το τέλος του. Έμοιαζε περισσότερο με ηθοποιό που αποσύρεται λίγο για να επιστρέψει με νέο ρόλο.
Μόνο που το έργο συνεχίστηκε χωρίς αυτόν και έγινε φάρσα. Οι παλιοί του σύντροφοι, αυτοί που κάποτε τον αποθέωναν, τώρα τον ξεσκίζουν πιο άγρια κι από τους Νεοδημοκράτες. Ο Αλαβάνος του ζητά να γονατίσει μπροστά σ’ έναν δεσπότη και να ζητήσει συγνώμη. Η Κωνσταντοπούλου τον κατηγορεί για θεσμική ανηθικότητα και για επιστροφή «για τα φράγκα». Ο Πολάκης τον χλευάζει για τις «θάλασσες» θεωρώντας τον απλό διασπαστή. Ο Σακελλαρίδης απλώς χαμογελά και λέει πως δεν συμφωνεί με το σχέδιο του. Οι παλιοί οπαδοί του βλέπουν πια το πρόσωπο ενός ανθρώπου που τους πούλησε την επανάσταση σε δόσεις. Τα κατάφερε έτσι, ώστε οι μισοί Έλληνες τον μισούν για όσα έκανε ως το 2015 κι άλλοι μισοί για όσα έκανε μετά το 2015.
Κι όμως, ο Τσίπρας επιμένει να παριστάνει τον «νέο» παίκτη. Υπονοεί ότι «η εποχή ωρίμασε» για κάτι καινούργιο, πιθανώς ένα νέο κόμμα, άγνωστο σε όνομα, φυσιογνωμία και ιδεολογία. Λες και η κοινωνία περιμένει άλλη μια αριστερή ανακύκλωση του παλιού του εαυτού. Θέλει να φανεί υπεράνω του ΣΥΡΙΖΑ που ο ίδιος διέλυσε, να παρουσιαστεί ως ανανεωτής που επιστρέφει από την εξορία της σιωπής. Ξεχνά όμως ότι ο ίδιος φύτεψε τον Κασσελάκη -το πιο θεαματικό πολιτικό μπονσάι της μεταπολίτευσης- και τώρα παριστάνει τον αγανακτισμένο κηπουρό επειδή το φυτό του μεγάλωσε στραβά.
Το rebranding του είναι γελοίο. Προσπαθεί να δείξει πιο ώριμος, πιο μετριοπαθής, πιο «ευρωπαϊστής». Μόνο που το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ το ύφος του, αλλά η αξιοπιστία του. Και αυτή δεν ξεπλένεται με νέο λογότυπο και φρεσκοξυρισμένο προφίλ. Η κοινωνία έχει μνήμη. Θυμάται την ψευδοεπαναστατική ρητορική, τη δημαγωγία, τη διαχείριση του Ματιού, τη φορολογική λεηλασία, τα capital controls, τις άδειες υποσχέσεις. Θυμάται το «Όχι» που έγινε «Ναι». Θυμάται πως αυτός που διακήρυττε πως θα «πάρει τους αρμούς της εξουσίας», έμεινε τελικά εγκλωβισμένος στους αρμούς της προσωπικής του ματαιοδοξίας.
Ο Αλέξης Τσίπρας επιστρέφει όχι γιατί έχει κάτι νέο να πει, αλλά γιατί δεν αντέχει να σβήσει από το πολιτικό κάδρο. Επιστρέφει για να επιβεβαιώσει ότι είναι ακόμα «παίκτης», ότι μπορεί να τραβήξει τα φώτα, ότι κάποιοι ακόμα τον ακούν. Το πρόβλημα είναι πως αυτά τα φώτα φωτίζουν πλέον μόνο τα συντρίμμια ενός πολιτικού εγχειρήματος που διαλύθηκε από τον ίδιο του τον δημιουργό. Αν το νέο του κόμμα μοιάζει με το παλιό του, θα έχει την ίδια μοίρα. Λίγο φως, πολύ θόρυβο και στο τέλος σκοτάδι.
Και όσο για το αν μπορεί να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου; Μόνο αν αυτός ο κόσμος πάθει συλλογική αμνησία. Γιατί ο Τσίπρας δεν επανέρχεται για να αλλάξει — επανέρχεται για να συνεχίσει αυτό που άφησε στη μέση. Την ψευδαίσθηση της ελπίδας χωρίς περιεχόμενο. Μιας ελπίδας που τότε ξεγέλασε, τώρα απλώς κουράζει.