Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
«Οι καταγγελίες των προστατευόμενων μαρτύρων είχαν πολιτικά κίνητρα καθώς ο Σύριζα δεν με αποδεχόταν ως Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Θεωρούσαν πως αν είχαν κάποιον δικό τους στη θέση μου θα μπορούσαν να κάνουν άλλα πράγματα» είπε ο Γιάννης Στουρνάρας στην κατάθεσή του στη δίκη των δύο προστατευόμενων μαρτύρων της Novartis. Και όλοι ξαναθυμηθήκαμε εκείνο το πρώτο εξάμηνο της ατυχέστατης διαπραγμάτευσης, μετά την κυβίστηση παρά τα ποσοστά του δημοψηφίσματος. Τότε που έπρεπε να βρεθεί ένα αφήγημα για τους ψηφοφόρους που περίμεναν τους αγνούς και τίμιους διαπραγματευτές να τους σώσουν από τους πουλημένους Γερμανοτσολιάδες που τους κυβερνούσαν μέχρι τότε.
Ο κεντρικός τραπεζίτης κάλεσε τους δύο κατηγορούμενους Φιλίστορα Δεστεμπασίδη και Μαρία Μαραγγέλη να αποκαλύψουν τους «ηθικούς αυτουργούς» που βρίσκονται από πίσω, δηλαδή τους ανθρώπους που τους υπέδειξαν να καταθέσουν ψέματα αναφορικά με την εμπλοκή πολιτικών σε δωροδοκίες της φαρμακοβιομηχανίας με μοναδικό στόχο «να πλήξουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους». «Εγώ δεν έχω τίποτα μαζί τους. Οι άνθρωποι εκβιάστηκαν. Εγώ θέλω έστω την τελευταία στιγμή να ζητήσουν συγγνώμη και να πουν ποιοι τους έβαλαν. Αυτό θα είναι το πιο σημαντικό για το κράτος δικαίου» είπε ο κεντρικός τραπεζίτης. Τα όσα είχαν συμβεί τότε ήταν πρωτοφανή. Επί σειρά μηνών η χώρα έζησε μια δυσφήμιση άνευ προηγουμένου, όπου ανάμεσα στα άλλα τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένεια του δυσφημούνταν και υφίσταντο διαδικασίες, όπως το άνοιγμα λογαριασμών τους, πράγματα «που δεν έχουν γίνει πουθενά αλλού στον κόσμο», έφτασαν μάλιστα να γίνουν «πρωτοσέλιδο στους Finacial Times».
Σήμερα γνωρίζουν όλοι πολύ καλά, ακόμη και εκείνοι που τότε τον πίστεψαν, ότι η συγκυβέρνηση με αρχηγό τον Τσίπρα δεν διέθετε ούτε το όραμα αλλά ούτε και την ικανότητα να πετύχει την ιδεατή υπέρβαση που ευαγγελιζόταν. Η αντιμνημονιακή της ρητορεία μαζί με τους χορούς και τα νταούλια στις πλατείες των Αγανακτισμένων παρήγαν όχι μόνο ψέματα και αυταπάτες αλλά σκόρπισαν και το μίσος και τον διχασμό στην ελληνική κοινωνία. Κυριάρχησαν ως λαϊκοί τιμωροί και τρομοκρατούσαν όποιον δεν συμφωνούσε μαζί τους. Ο πολιτικός φανατισμός παρήγαγε ένα άνευ προηγουμένου μίσος όπου πολιτικές καριέρες χτίστηκαν πάνω σε δημαγωγικές χυδαιότητες. Τελικά το «σκίσιμο των μνημονίων», η «περήφανη διαπραγμάτευση», η «μονομερής διαγραφή του χρέους», η «Μαντάμ Μέρκελ» που της λέγαμε «γκόου μπακ» αποδείχτηκαν «αυταπάτες», όπως ομολόγησαν κυβερνητικά πρόσωπα. Υπέγραψαν μάλιστα όλοι αυτοί και το τρίτο μνημόνιο, μέτρα βαρύτατα και πολλαπλάσια από εκείνα που είχαν καταγγείλει στο παρελθόν, αποδεικνύοντας ότι οι επιλογές των προκατόχων τους ήταν ένας σκληρός και οδυνηρός μονόδρομος για τη σωτηρία της χώρας.
Και ενώ αποδέχτηκαν την αυταπάτη τους, δεν είχαν το ηθικό ανάστημα να αποκαταστήσουν τους κατασυκοφαντημένους πολιτικούς αντιπάλους τους των προηγούμενων «μνημονιακών κυβερνήσεων». Παρακολουθώντας τα όσα γίνονται στη δίκη της Novartis ξαναθυμόμαστε τη φαρμακερή εμπάθεια και το μίσος που με περισσή άνεση έσπειραν στην ελληνική κοινωνία, την πολιτική οξύτητα, την πόλωση και τη δαιμονοποίηση που ζήσαμε τότε. Φορτισμένα τα λόγια του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κλείνουν το νόημα μιας ολόκληρης εποχής: «να βγουν και να πουν συγγνώμη και να πουν ποιοι τους έβαλαν. Μπήκα στο δημόσιο βίο αφήνοντας μια καριέρα για να βοηθήσω την πατρίδα και δεν δέχομαι όλο αυτό που συνέβη».