Δημοσιεύτηκε στην ψηφιακή εφημερίδα Ipaper
του Δημήτρη Κυριακόπουλου
Πιέσεις στις τράπεζες, που έχουν επιστρέψει στην ισχυρή κερδοφορία, ασκεί η κυβέρνηση, προκειμένου να ανοίξουν τις στρόφιγγες χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Είναι ενδεικτικό το μήνυμα του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στους τραπεζίτες από το βήμα της ετήσιας γενικής συνέλευσης της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών: «Η ελληνική οικονομία με μοχλό τις τράπεζες μπορεί να λειτουργεί ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα: Μπορεί να ισχυροποιηθεί σε επίπεδο μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, σε επίπεδο οικογένειας και γειτονιάς. Και ταυτόχρονα μπορεί να γεννήσει ξανά εθνικούς πρωταθλητές», τόνισε ο Κυριάκος Πιερρακάκης.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα, όπως έχει αναδείξει η «IP», οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν με διστακτικότητα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να επενδύουν στην ασφάλεια των μεγάλων παικτών.
Η μερίδα του λέοντος στις μεγάλες επιχειρήσεις
Τα στοιχεία της στατιστικής βάσης αναλυτικών πιστωτικών δεδομένων AnaCredit (περιλαμβάνει μικροδεδομένα για τραπεζικές χρηματοδοτήσεις), που παρουσιάζονται στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2024-2025, δίνουν την πλήρη εικόνα των δανειοδοτήσεων επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα, η αξία των νέων συμβάσεων επιχειρηματικών πιστώσεων που συνήφθησαν κατά το 2024 ανήλθε σε 28 δισεκ. ευρώ, ελαφρώς μειωμένη έναντι του 2023. Ωστόσο, οι οφειλές των επιχειρήσεων προς τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα που αντιστοιχούσαν στις εν λόγω συμβάσεις, δηλαδή, η αξία των δανείων που όχι απλώς συμφωνήθηκαν αλλά και εκταμιεύθηκαν το έτος αυτό, ενισχύθηκαν σημαντικά σε 20,6 δισεκ. ευρώ, από 12,8 δισεκ. ευρώ ένα έτος νωρίτερα.
Από τη συνολική αξία των εκταμιευμένων νέων δανείων, το μεγαλύτερο μερίδιο (δάνεια ύψους 8,5 δισεκ. ευρώ) κατευθύνθηκε σε επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους. Οι μεσαίες επιχειρήσεις και οι μικρές επιχειρήσεις έλαβαν 3,2 δισεκ. ευρώ και 1,8 δισεκ. ευρώ αντίστοιχα.
Πάνω από 40% των δανείων σε βιομηχανία και ενέργεια
Σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής βάσης, οι νέες δανειακές συμβάσεις που συνήφθησαν με επιχειρήσεις κατά το 2024 αφορούσαν κυρίως εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της βιομηχανίας και μεταποίησης και στην παραγωγή ηλεκτρισμού ή εκμετάλλευση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Ειδικότερα, σε όρους αξίας δανειακών συμβάσεων: 21% συνδεόταν με επιχειρήσεις βιομηχανίας και μεταποίησης, 20% ηλεκτρισμού, φυσικού αερίου, νερού και λυμάτων, 12% χονδρικού και λιανικού εμπορίου, 12% μεταφορών και αποθήκευσης και 10% καταλυμάτων και εστίασης.
62% σε πιστωτικές γραμμές
Μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών πιστωτικών προϊόντων, μεγαλύτερο μερίδιο ως προς την αξία των εκταμιευμένων νέων δανείων (62%) αντιστοιχούσε σε πιστωτικές γραμμές, οι οποίες κατά βάση αφορούν δάνεια τακτής λήξης τμηματικών εκταμιεύσεων επί μια περίοδο που δύναται να υπερβαίνει το ένα έτος.
Ακολουθούν, με μερίδιο 28%, τα δάνεια τακτής λήξης, που στην πράξη περιλαμβάνουν δάνεια καθορισμένης διάρκειας εκταμιευόμενα εφάπαξ, και τέλος, με μερίδιο περίπου 9%, οι ανακυκλούμενες πιστώσεις, δηλαδή οι πιστώσεις που παρέχουν στο δανειολήπτη τη δυνατότητα επαναλαμβανόμενων αναλήψεων. Οι τρεις αυτές κατηγορίες κάλυψαν σχεδόν το σύνολο των εκταμιεύσεων νέων τραπεζικών δανείων προς τις εγχώριες μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις για το 2024, με τις εναπομένουσες μορφές δανεισμού (πιστωτικές κάρτες, υπεραναλήψεις, χρηματο-δότηση με εκχώρηση εμπορικών απαιτήσεων κ.ά.) να αναλογούν σε λιγότερο από 1% της αξίας των εκταμιευμένων νέων δανείων κατά το 2024.
Σημαντικό ύψος χρηματοδοτικών πόρων (αξίας περίπου 3 δισεκ. ευρώ) αφορούσε επιχειρήσεις που συστάθηκαν εντός του 2024 για τις οποίες δεν υπήρχαν έως το μήνα αναφοράς (Φεβρουάριο 2025) δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία ή αριθμός εργαζομένων προκειμένου για την κατά μέγεθος ταξινόμησή τους.
Η κάλυψη αναγκών κεφαλαίου κίνησης αναλογούσε σε 45% της αξίας των εκταμιεύσεων, με τις μικρές επιχειρήσεις να εμφανίζουν ελαφρώς υψηλότερες ανάγκες για κεφάλαιο κίνησης αναλογικά με το σύνολο της δανειοδότησής τους.
Το κόστος δανεισμού το 2025
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική Πολιτική το κόστος τραπεζικού δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών γενικά υποχώρησε το τρέχον έτος.
Το κόστος τραπεζικού δανεισμού των επιχειρήσεων μειώθηκε ελαφρώς περισσότερο, καθώς η πλειονότητα των νέων χορηγήσεων έφερε επιτόκιο κυμαινόμενο ή σταθερό έως ένα έτος. Ως εκ τούτου, το μεσοσταθμικό επιτόκιο τραπεζικού δανεισμού των επιχειρήσεων διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο το α΄ τετράμηνο του 2025 σε 4,5%, περίπου κατά 140 μονάδες βάσης χαμηλότερα έναντι της μέσης τιμής του α΄ τετραμήνου ένα έτος νωρίτερα.
Τo μεσοσταθμικό επιτόκιο στα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αντιπροσώπευαν το 35% της ακαθάριστης ροής επιχειρηματικών δανείων με τακτή λήξη το α΄ τετράμηνο του 2025, παρέμεινε σε επίπεδο ελαφρώς υψηλότερο έναντι του μεσοσταθμικού επιτοκίου για το σύνολο των επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο διαμορφώθηκε το α΄ τετράμηνο του 2025 κατά μέσο όρο σε 4,7% στα δάνεια τακτής λήξης και σε 5,6% στα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας, δηλαδή πάνω από 130 μονάδες βάσης χαμηλότερα από τα αντίστοιχα για το α΄ τετράμηνο του 2024.
Και το 2025 σημαντικό μερίδιο των νέων χορηγήσεων προς επιχειρήσεις συνδεόταν με προγράμματα στο πλαίσιο των σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων ή του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), με συνέπεια οι τελικοί όροι δανεισμού των εγχώριων εταιριών να είναι βελτιωμένοι σε σχέση με τη στατιστική σειρά των επιτοκίων.
Ειδικότερα, το α΄ τετράμηνο του τρέχοντος έτους, 17% των νέων χορηγήσεων προς επιχειρήσεις υποστηρίχθηκε από χρηματοδοτικά εργαλεία και 13% από δάνεια του μηχανισμού. Περισσότερο ευνοημένες υπήρξαν οι επιχειρήσεις μικρομεσαίου μεγέθους, των οποίων το μερίδιο στις νέες χορηγήσεις που συνδέονταν με χρηματοδοτικά εργαλεία ή δάνεια του μηχανισμού υπερέβη το 40%.