Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Ήταν ακριβώς τέτοιες ημέρες πριν πενήντα χρόνια, όταν είχε αρχίσει να τίθεται σε εφαρμογή το νέο Σύνταγμα του 1975. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διαμόρφωσε καθοριστικά με την επάνοδό του την καθιέρωση και τη λειτουργία της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και τους θεσμούς της σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Είχαν προηγηθεί οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1974 και η απομάκρυνση του βασιλιά, όμως οι σκιές πάνω από τον στρατό και τα άτομα του παλατιού δεν είχαν φύγει. Κανείς δεν ένιωθε πως η νέα δημοκρατία που μετρούσε μόλις λίγους μήνες ζωής ήταν απαλλαγμένη από διχασμούς, μνήμες και τραύματα του παρελθόντος.
Η συμβολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή τόσο στην αποκατάσταση όσο και στην εδραίωση της συνταγματικής μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας έχει αναγνωριστεί από συνταγματολόγους και πολιτικούς. Ο ίδιος από τη θέση και του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού αποτέλεσε όχι μόνο τον εμπνευστή αλλά και τον άνθρωπο που υπηρέτησε το όραμα της νέας θεσμικής πραγματικότητας. Το σύνταγμα του 1975 είχε καταγγελθεί τότε από την αντιπολίτευση ότι αναγνώριζε πολλές εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που τον αναδείκνυε τελικά από ρυθμιστή σε εξουσιαστή του πολιτεύματος. Δεν ήταν λίγοι μάλιστα όσοι είχαν προβλέψει δυσοίωνο το μέλλον του νέου πολιτεύματος και της δημοκρατίας, που μόλις είχε επανέλθει, καθώς θεωρούσαν και διακήρυτταν ότι με την πρώτη ευκαιρία θα ερχόταν σύγκρουση μεταξύ πρωθυπουργού και προέδρου. Την επικράτηση του δευτέρου τη θεωρούσαν δεδομένη και μοιραία. Όπως, τελικά, αποδείχτηκε πενήντα χρόνια μετά οι αντιλήψεις της αντιπολίτευσης ήταν παντελώς ανυπόστατες.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψει την διάσπαση της εκτελεστικής εξουσίας με πιθανό κίνδυνο την ευθεία σύγκρουση μεταξύ των δύο θεσμικών πυλώνων, καθώς εκείνο το οποίο οραματιζόταν ήταν μια ισχυρή συνταγματική δημοκρατία. Αυτή δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη συγκρότηση μιας συγκεντρωτικής κεντρομόλου ισχυρής κυβερνητικής εξουσίας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν υπήρχε περίπτωση να συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στη διακυβέρνηση της χώρας. Σαφώς θα έλεγχε, θα μπορούσε να προειδοποιεί, να μεριμνά για την ορθή λειτουργία του πολιτεύματος και την εφαρμογή του Συντάγματος, αλλά σε καμία περίπτωση να μετέχει των κυβερνητικών δρωμένων. Ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 τοποθέτησε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη θέση του εγγυητή της ορθής λειτουργίας του πολιτεύματος που σε έκτακτες στιγμές θα λειτουργεί για την αντιμετώπιση εμπλοκών και αδιεξόδων.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα εκείνη την εποχή περνούσε από τη βασιλευόμενη δημοκρατία σε ένα νέο καθεστώς. Η κοινωνία είχε ζήσει τα όσα δραματικά είχαν συντελεστεί από τη χούντα των συνταγματαρχών και η ανάγκη ύπαρξης ενός ισχυρού θεσμικού αντίβαρου πρόβαλλε όχι μόνο θεμιτή αλλά και αναγκαία για την εγγύηση της συνταγματικής ομαλότητας. Ήταν βαριά η Ιστορία που είχε προηγηθεί και αυτό με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το αισθάνονταν όλοι όσοι συμμετείχαν, από όποια πολιτική πλευρά και αν βρίσκονταν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι μία μέρα μετά την αρχή της εφαρμογής του νέου Συντάγματος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατέθεσε την αίτηση για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η συμμετοχή της Ελλάδας αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αποφάσεις που καθόρισαν την πορεία της στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και απέδειξαν τη στιβαρότητά της την περίοδο της οικονομικής κρίσης.