Η Ειρήνη Μουρτζούκου, που κατηγορείται για τέσσερις δολοφονίες ανηλίκων και απόπειρα ανθρωποκτονίας, πέρασε το πρώτο της βράδυ στη γυναικεία πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, σε απόλυτη απομόνωση και υπό 24ωρη παρακολούθηση.
Κρατείται στο ίδιο τμήμα με τη Ρούλα Πισπιρίγκου, με τις αρχές να έχουν λάβει ειδικά μέτρα ασφάλειας και ψυχολογικής παρακολούθησης, καθώς η 25χρονη φέρει σοβαρές ενδείξεις ψυχικής διαταραχής και φέρεται να έχει ζητήσει μεταφορά σε ψυχιατρικό ίδρυμα.
Το προφίλ της ψυχικής κατάρρευσης: «Θόλωνα, δεν σκεφτόμουν τίποτα…»
Στο 19σέλιδο υπόμνημά της, η Μουρτζούκου ομολογεί τρεις δολοφονίες και έναν θάνατο από αμέλεια, περιγράφοντας ένα σκοτεινό μοτίβο αποσύνδεσης και ψυχικού «μπλακ άουτ». Χρησιμοποιεί επανειλημμένα τη λέξη «θόλωνα», προσπαθώντας να αποδώσει τις πράξεις της σε στιγμιαία απώλεια ελέγχου του νου.
«Δεν μπορώ να εξηγήσω τι έγινε… είναι σαν να σβήνουν όλα… μόλις συνειδητοποιούσα τι έκανα, το κακό είχε ήδη γίνει».
«Δεν πείραξα τον Παναγιωτάκη – Ήταν η δύναμή μου»
Για τον μικρό Παναγιωτάκη, η κατηγορούμενη αρνείται κατηγορηματικά κάθε εμπλοκή, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για μοναδική περίπτωση που δεν ταιριάζει στο «μοτίβο» των θυμάτων της:
«Ήταν αγόρι, τα άλλα ήταν κορίτσια μικρότερης ηλικίας. Δεν θα τον πείραζα ποτέ. Ήταν ο λόγος που ζούσα. Μου έδωσε δύναμη να ονειρευτώ ξανά».
Ισχυρίζεται πως η μητέρα του παιδιού προσπαθεί να της φορτώσει την ευθύνη, ενώ αναφέρει ότι μετά τον θάνατο του αγοριού τη φιλοξενούσε μυστικά στο σπίτι της στην Αμαλιάδα.
Υπόνοιες για «τρίτο πρόσωπο» και απειλές στη ζωή της
Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο του υπομνήματος είναι η αναφορά σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο η Μουρτζούκου δεν κατονομάζει, αλλά υποστηρίζει πως έχει καταλυτικό ρόλο στην υπόθεση. Δηλώνει ότι θα αποκαλύψει το όνομα μόνο σε ανακριτή ή εισαγγελέα, επικαλούμενη σοβαρές απειλές για τη ζωή της.
«Δέχομαι συνεχείς και έντονες απειλές. Δεν θα μιλήσω παρά μόνο ενώπιον των Αρχών, υπό εγγυήσεις προστασίας».
«Δεν ήθελα να κάνω κακό – Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ»
Η Μουρτζούκου περιγράφει, σχεδόν αποστασιοποιημένα, τη δολοφονία της 13χρονης αδελφής της, των δύο παιδιών της και του μωρού φίλης της. Μιλά για πράξεις που διέπραξε «χωρίς συνείδηση», ισχυριζόμενη πως δεν θυμάται τον τρόπο που σταμάτησε την αναπνοή τους.
«Με το μικρό μου μωρό ξύπνησα και κατάλαβα ότι το είχα πλακώσει… Προσπαθούσα με το μυαλό μου να το συνεφέρω… Δεν θυμάμαι πώς έγινε».
Σε άλλο σημείο, δηλώνει:
«Μεγάλωνα παιδιά… και τώρα βρίσκομαι εδώ, έχοντας κάνει κακό στα ίδια μου τα παιδιά… Δεν υπάρχει λόγος να το αρνηθώ άλλο. Αυτό που δεν μπορώ να δεχθώ είναι πως έβλαψα τον Παναγιωτάκη».
Δικαστικές και ιατρικές αρχές μπροστά σε διπλή πρόκληση
Η υπόθεση πλέον ξεπερνά τα όρια της ποινικής δικονομίας και αγγίζει τη βαθιά ψυχιατρική διάσταση. Οι δικαστικές αρχές εξετάζουν το ενδεχόμενο να διατάξουν δικαστική ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, ενώ ειδικοί φρουροί και ψυχολόγοι παρακολουθούν την εύθραυστη ψυχική κατάσταση της κατηγορουμένης.
Παράλληλα, ερευνώνται οι καταγγελίες για απειλές, καθώς και η πιθανή εμπλοκή τρίτου προσώπου, όπως υπαινίσσεται.
Το βάρος της αλήθειας και η σκιά μιας πολύπλοκης προσωπικότητας
Η Μουρτζούκου εμφανίζεται πρόθυμη να μιλήσει μόνο υπό συνθήκες απόλυτης ασφάλειας, υποστηρίζοντας ότι επιθυμεί πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης. Όμως, οι αντιφάσεις των απολογιών της, η απόπειρα διαφοροποίησης του Παναγιωτάκη, και το ψυχολογικό προφίλ της δημιουργούν μια πυκνή ομίχλη ενοχών, άρνησης και σκοτεινής αυτογνωσίας.