Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Η έννοια της ευθύνης των υπουργών στην Ελλάδα έχει πίσω της ιστορία σχεδόν ενάμιση αιώνα, με θεμέλιο όχι κάποιο υψηλό ιδεώδες λογοδοσίας, αλλά την ίδια την ανάγκη του πολιτικού συστήματος να αυτοπροστατευτεί. Ο πρώτος νόμος περί ευθύνης υπουργών θεσπίστηκε το 1877, σε μια θυελλώδη κοινοβουλευτική περίοδο, προκειμένου να διωχθεί ποινικά ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης, υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Κουμουνδούρου, για παραβίαση της δημοσιονομικής νομιμότητας και κατασπατάληση δημόσιου χρήματος χωρίς έγκριση της Βουλής. Ήταν η πρώτη φορά που επιχειρήθηκε να στηθεί θεσμικά η διαδικασία ελέγχου πολιτικού προσώπου με τρόπο που να μην εκθέτει ευθέως το ίδιο το πολίτευμα.
Λίγο αργότερα, στα 1865, ο Δημήτριος Βούλγαρης, ο αποκαλούμενος «Τζουμπές», καταδικάστηκε για την παράτυπη και αυθαίρετη κάλυψη τριών μητροπολιτικών θέσεων, καταπατώντας τις προβλεπόμενες διαδικασίες του τότε υπουργείου Εκκλησιαστικών. Κοντολογίς, πούλησε τρεις θέσεις δεσποτάδων σε κείνους που πλήρωσαν τα περισσότερα. Δεν φυλακίστηκε, αλλά του επιβλήθηκε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Η πολιτική ευθύνη άρχιζε να διαμορφώνεται ως ιδιαίτερη, διστακτική και μάλλον ενοχλητική μορφή δημόσιας λογοδοσίας.
Από το 1974 κι έπειτα, ο θεσμός των εξεταστικών και προανακριτικών επιτροπών επανήλθε σε πλήρη ισχύ, αρχικά για να αναδείξει σκάνδαλα και ευθύνες της επταετίας και στη συνέχεια για να λειτουργήσει ενίοτε ως μοχλός πολιτικής πίεσης. Η πρώτη και σημαντικότερη προανακριτική επιτροπή της μεταπολίτευσης αφορούσε την υπόθεση Κοσκωτά το 1989. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Μένιος Κουτσόγιωργας, ο Δημήτρης Τσοβόλας και άλλοι κατηγορήθηκαν για ηθική αυτουργία, απιστία και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Ο Παπανδρέου αθωώθηκε οριακά, ο Κουτσόγιωργας πέθανε κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Τσοβόλας καταδικάστηκε σε 2,5 χρόνια φυλάκιση και ο Πέτσος σε 10 μήνες με αναστολή. Ήταν η μόνη υπόθεση πολιτικών παραπομπών της μεταπολίτευσης που κατέληξε σε καταδίκες.
Ακολούθησε η υπόθεση Siemens, όπου η Εξεταστική Επιτροπή το 2010 διαπίστωσε πολιτικές ευθύνες αλλά δεν οδήγησε σε παραπομπές πολιτικών. Οι περισσότεροι κατηγορούμενοι της δίκης που ακολούθησε, ήταν στελέχη της εταιρείας και του ΟΤΕ. Ο Μιχάλης Χριστοφοράκος διέφυγε στη Γερμανία και καταδικάστηκε εκεί, ο Τάσος Μαντέλης καταδικάστηκε σε 8 χρόνια με αναστολή, ενώ τελικά η υπόθεση έληξε με εξωδικαστικό συμβιβασμό μεταξύ Siemens και Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς πολιτικό αντίκρισμα. Η περίφημη «λίστα Χριστοφοράκου» δεν αποκάλυψε τίποτα που να αντέχει ποινικά στο ακροατήριο.
Η υπόθεση Βατοπεδίου, το 2008, αναζωπύρωσε τη δημόσια συζήτηση για την πολιτική ευθύνη. Αν και συστάθηκε εξεταστική επιτροπή, το κύριο βάρος έπεσε στους μοναχούς Εφραίμ και Αρσένιο, οι οποίοι καταδικάστηκαν πρωτόδικα αλλά αργότερα αθωώθηκαν ή τους αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά. Οι υπουργοί που υπέγραψαν τις ανταλλαγές ακινήτων με το Δημόσιο δεν παραπέμφθηκαν, αλλά στιγματίστηκαν πολιτικά. Το σκάνδαλο έμεινε περισσότερο στην κοινωνική συνείδηση παρά στα ποινικά μητρώα. Εξάλλου, το 2017, το Εφετείο κήρυξε όλους τους κατηγορούμενους αθώους. Άρα, ένα σκάνδαλο που συντάραξε την κοινή γνώμη και πλήγωσε θανάσιμα την τότε κυβέρνηση Καραμανλή, απλώς δεν …υπήρξε.
Η υπόθεση Novartis το 2018 σημαδεύτηκε από το ότι ενέπλεξε δέκα πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων υπήρχαν δύο πρώην πρωθυπουργοί και αρκετοί υπουργοί υγείας και οικονομικών. Παρά τη θεαματική έναρξη της έρευνας, η προανακριτική επιτροπή της Βουλής κατέληξε χωρίς παραπομπές, καθώς τα στοιχεία είτε κρίθηκαν ανεπαρκή, είτε θεωρήθηκαν αποτέλεσμα πολιτικής στοχοποίησης. Η υπόθεση δίχασε έντονα την κοινή γνώμη, με άλλους να βλέπουν πολιτικό σχέδιο εκβιασμού και άλλους να επιμένουν στην ύπαρξη ενός παγκόσμιου σκανδάλου φαρμακευτικής διαφθοράς που στην Ελλάδα δεν τιμωρήθηκε ποτέ.
Η υπόθεση των υποκλοπών το 2022 έφερε στο προσκήνιο την κρατική επιτήρηση και τη θεσμική λογοδοσία. Η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, προέδρου του ΠΑΣΟΚ, και του δημοσιογράφου Κουκάκη μέσω κακόβουλου λογισμικού (Predator) πυροδότησε πολιτικό σεισμό. Η παραίτηση του Γρηγόρη Δημητριάδη και του επικεφαλής της ΕΥΠ, Παναγιώτη Κοντολέοντος, δεν αρκούσε για να κατευνάσει τις αντιδράσεις. Η εξεταστική επιτροπή που συγκροτήθηκε το 2022 περιορίστηκε σε γενικόλογες διαπιστώσεις, καθώς δεν της επιτράπηκε η πλήρης πρόσβαση σε κρίσιμα στοιχεία. Κανένα πολιτικό πρόσωπο δεν παραπέμφθηκε.
Στην υπόθεση των Τεμπών, τον Φεβρουάριο του 2023, η εξεταστική επιτροπή κλήθηκε να διερευνήσει αν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες για την τραγική σύγκρουση των τρένων που κόστισε 57 ζωές. Ο πρώην υπουργός Υποδομών Κώστας Καραμανλής παραιτήθηκε αμέσως μετά το δυστύχημα, αλλά η εξεταστική επιτροπή δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει το έργο της. Οι ευθύνες διαχέονται σε βάθος χρόνου και σε πολλούς φορείς, και ήδη προδιαγράφεται η συνηθισμένη κατάληξη. Πολιτική ευθύνη χωρίς ποινική συνέπεια.
Αναμένεται πλέον να συγκροτηθεί εξεταστική επιτροπή για το σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ, όπου εκατομμύρια ευρώ επιδοτήσεων φέρεται να εκλάπησαν μέσω παραπλάνησης του συστήματος αγροτικών πληρωμών. Ήδη έχουν τεθεί σε αργία στελέχη του οργανισμού, ενώ η πολιτική συζήτηση επικεντρώνεται στο ποιος ήξερε τι και πότε. Εάν τελικώς εμπλακούν και πολιτικά πρόσωπα, θα έχουμε άλλη μία προσθήκη στον κατάλογο κοινοβουλευτικών επιτροπών που ξεκινούν με ηθική έξαρση και καταλήγουν σε θεσμική λήθη.
Η ελληνική κοινωνία έχει μια μακρά και ενίοτε δικαιολογημένη δυσπιστία απέναντι στους πολιτικούς και εύκολα ζητά την παραπομπή τους στη δικαιοσύνη. Όμως η ιστορική εμπειρία δείχνει πως οι περισσότερες πολιτικές παραπομπές δεν ικανοποιούν τελικά ούτε το κοινό περί δικαίου αίσθημα ούτε τις απαιτήσεις της ποινικής δικαιοσύνης. Πολλές φορές είναι εργαλεία αντιπολιτευτικής στρατηγικής ή πολιτικής εκδίκησης. Το θεσμικό μας πλαίσιο σπάνια επιτρέπει την απόδειξη βαρύτατων κατηγοριών πέραν πάσης αμφιβολίας, και ο μηχανισμός της ευθύνης υπουργών παραμένει ένα μετέωρο υβρίδιο. Ούτε συνταγματική εγγύηση διαφάνειας, ούτε αξιόπιστος φορέας τιμωρίας. Ανάμεσα στην ατιμωρησία και την πολιτική κατασκευή, η αλήθεια συνήθως πνίγεται.
Ίσως όμως πλησιάζει η ώρα να αλλάξει κάτι ουσιαστικό. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηλώσει δημοσίως πως στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση θα προτείνει την αλλαγή του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών. Βασική πρόβλεψη της πρότασης είναι να πάψει η Βουλή να έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα παραπομπής υπουργών και να αναλαμβάνει η τακτική Δικαιοσύνη, ο φυσικός δικαστής κάθε πολίτη. Η πρόθεση αυτή απηχεί διαχρονικά αιτήματα για ίση μεταχείριση όλων έναντι του νόμου και αποσύνδεση της ποινικής αξιολόγησης από κομματικούς συσχετισμούς.
Ωστόσο, μένει να φανεί αν η αναθεώρηση αυτή θα γίνει με επάρκεια και συναίνεση ή αν θα προσκρούσει στις πολιτικές επιφυλάξεις και τα θεσμικά αναχώματα που επί δεκαετίες συντηρούν το σημερινό καθεστώς. Διότι το μείζον ερώτημα δεν είναι αν οι υπουργοί πρέπει να κρίνονται όπως όλοι οι πολίτες, αυτό το έχουν απαντήσει οι ίδιοι οι πολίτες. Το ερώτημα είναι αν το πολιτικό σύστημα θέλει και μπορεί να αποχωριστεί τη δυνατότητα να ελέγχει την απόδοση της Δικαιοσύνης στους δικούς του ανθρώπους.