Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν διαχρονικά επιδείξει αξιοσημείωτη επινοητικότητα στο να αντλούν έσοδα από προμήθειες και χρεώσεις που, αν και τυπικά διαφανείς, συχνά αφήνουν τον πολίτη με την αίσθηση ότι πληρώνει για κάτι που θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι χρεώσεις για αναλήψεις μετρητών από ΑΤΜ άλλης τράπεζας ή τρίτου παρόχου. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτές οι χρεώσεις αγγίζουν τα 2 ή και τα 3 ευρώ για μια απλή ανάληψη. Αν αναλογιστεί κανείς ότι τα μετρητά παραμένουν για μεγάλο μέρος του πληθυσμού ο βασικός τρόπος συναλλαγών, τότε το θέμα είναι πολύ σοβαρό και η αφαίμαξη των πελατών μεγάλη και αδικαιολόγητη.
Η νέα νομοθετική παρέμβαση που παρουσίασε στη Βουλή ο Κυριάκος Πιερρακάκης, επιδιώκει να διορθώσει αυτή την ανισορροπία. Καταργεί τις χρεώσεις για αναλήψεις μέσω ΔΙΑΣ, δηλαδή σε ΑΤΜ άλλων τραπεζών μελών του συστήματος. Θέτει πλαφόν 1,50 ευρώ για τις χρεώσεις σε ΑΤΜ τρίτων παρόχων, εξισώνει τη μεταχείριση συνεργαζόμενων παρόχων με τις τράπεζες, ενώ εξαλείφει πλήρως κάθε προμήθεια σε περιοχές όπου υπάρχει μόνο ένα ΑΤΜ. Επίσης, η ερώτηση υπολοίπου καθίσταται δωρεάν παντού, και η χρέωση για εμβάσματα περιορίζεται στα 0,50 ευρώ για ποσά έως 5.000 ευρώ.
Το γεγονός ότι αυτή η ανάγκη κυβερνητικής παρέμβασης προκλήθηκε από το γεγονός ότι μια τράπεζα πούλησε ένα μέρους του δικτύου των δικών της ΑΤΜ σε άλλη εταιρεία που προσδοκά κέρδος, δεν ενδιαφέρει τον πολίτη που συναλλάσσεται. Ούτε το γεγονός ότι η τράπεζα είναι μέτοχος στην εταιρεία που αγόρασε το δίκτυο. Αυτά είναι κόλπα επιχειρηματικά, που αφήνουν παγερά αδιάφορο τον συναλλασσόμενο. Αυτός δεν θέλει παραπάνω χρεώσεις ή μάλλον δεν θέλει υπερβολικές και καταχρηστικές χρεώσεις και μάλιστα στα μουλωχτά.
Οι κυβερνητικές αλλαγές είναι σαφώς προς όφελος του πολίτη. Βάζουν τέλος σε μια κατάσταση όπου οι τραπεζικοί πελάτες τιμωρούνταν επειδή έτυχε να βρίσκονται μακριά από ΑΤΜ της τράπεζάς τους ή επειδή επέλεγαν να χρησιμοποιήσουν ένα πιο κοντινό ή πιο εύχρηστο ΑΤΜ. Παράλληλα, δίνουν μια αίσθηση ότι το κράτος επιθυμεί να παίξει ρόλο ρυθμιστή υπέρ του καταναλωτή και όχι απλώς παρατηρητή. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στις συναλλαγές και στο τραπεζικό σύστημα γενικότερα είναι μια πολιτική πράξη υψηλού συμβολισμού.
Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά. Οι τράπεζες και οι πάροχοι ΑΤΜ δεν λειτουργούν φιλανθρωπικά. Η εγκατάσταση, η λειτουργία, η συντήρηση, η ασφάλεια και ο ανεφοδιασμός ενός ΑΤΜ έχουν υψηλό κόστος. Ιδίως στις απομακρυσμένες περιοχές ή στα νησιά, το λειτουργικό κόστος ανά συναλλαγή είναι πολλαπλάσιο σε σχέση με τα αστικά κέντρα. Αν λοιπόν επιβληθούν οριζόντια πλαφόν ή μηδενικές χρεώσεις χωρίς κάποια πρόβλεψη για την επιδότηση ή τη στήριξη αυτών των σημείων, τότε είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να αποσυρθούν ΑΤΜ από τις περιοχές αυτές και να επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο ο πολίτης. Η ιστορία δείχνει ότι όταν το κόστος υπερβαίνει το προσδοκώμενο έσοδο, η αγορά αντιδρά με συρρίκνωση.
Είναι επομένως κρίσιμο η πολιτεία να συνδυάσει τη ρύθμιση των χρεώσεων με ένα παράλληλο πλέγμα παρακολούθησης του αριθμού και της γεωγραφικής διασποράς των ΑΤΜ. Αν διαπιστωθεί ότι τράπεζες ή πάροχοι αρχίζουν να αποσύρονται από περιοχές με μικρή επισκεψιμότητα, τότε θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο κάποιας μορφής επιδότησης ανά συναλλαγή ή ανά ΑΤΜ σε απομακρυσμένες περιοχές. Εναλλακτικά, μπορούν να εξεταστούν συνεργασίες με δημόσιες υπηρεσίες ή ταχυδρομεία ώστε να διατηρηθεί η παρουσία ενός σημείου μετρητών ακόμη και χωρίς τραπεζικό υποκατάστημα.
Η εξίσωση είναι λεπτή. Από τη μία ο πολίτης έχει δίκιο να αγανακτεί όταν πληρώνει 1,5 ή 2 ευρώ για να κάνει μια ανάληψη από τον λογαριασμό του. Από την άλλη όμως, αν η πίεση για μηδενικά τέλη οδηγήσει σε λουκέτο ΑΤΜ, το αποτέλεσμα θα είναι χειρότερο. Γιατί τότε δεν θα υπάρχει χρέωση, αλλά ούτε και δυνατότητα συναλλαγής. Η ρύθμιση Πιερρακάκη φαίνεται να προσπαθεί να ισορροπήσει αυτή τη δυναμική. Δεν επιβάλλει απόλυτο μηδενισμό χρεώσεων παντού, αλλά διαμορφώνει ένα πλαίσιο που περιορίζει τις υπερβολές και εξορθολογίζει τη σχέση τράπεζας-πελάτη.
Είναι επίσης θετικό ότι δίνεται έμφαση στην ενιαία χρέωση για εμβάσματα και στην κατάργηση της χρέωσης για ερώτηση υπολοίπου. Αυτές οι συναλλαγές συχνά τιμολογούνται αδιαφανώς, με τον καταναλωτή να μην γνωρίζει εκ των προτέρων το ακριβές κόστος. Η ρύθμιση φέρνει διαφάνεια, ενισχύει την εμπιστοσύνη και περιορίζει τις εκπλήξεις.
Μια πιθανή ένσταση είναι ότι η ρύθμιση έρχεται αργά. Οι πολίτες πλήρωναν υπερβολικές χρεώσεις επί χρόνια και μόνο τώρα, υπό την πίεση του δημόσιου διαλόγου και της πολιτικής συγκυρίας, αναλαμβάνεται δράση. Ωστόσο, θα μπορούσε να δει κανείς αυτή την κίνηση και ως δείγμα ότι η κυβέρνηση αφουγκράζεται τις κοινωνικές αντιδράσεις και δεν αφήνει τα θέματα καθημερινότητας στις ορέξεις της αγοράς.
Τελικά, το ζητούμενο είναι η ισορροπία. Η εξυπηρέτηση του πολίτη πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα, αλλά και η βιωσιμότητα των σημείων εξυπηρέτησης δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η λύση δεν βρίσκεται ούτε στην απόλυτη απορρύθμιση ούτε στον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο, αλλά σε μια δυναμική εποπτεία, που προσαρμόζεται στα δεδομένα και διορθώνει στρεβλώσεις. Η ρύθμιση Πιερρακάκη κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, και το τελικό της αποτύπωμα θα φανεί όχι από το χειροκρότημα στην Ολομέλεια, αλλά από τη διαθεσιμότητα των ΑΤΜ στις πλατείες και τους δρόμους όλης της χώρας.
Ο αντιτραπεζικός λαϊκισμός δεν είναι κάποιο μεταφυσικό φαινόμενο που προέκυψε αυθόρμητα στην ελληνική κοινωνία. Είναι, κατά ένα μεγάλο μέρος, προϊόν της ίδιας της συμπεριφοράς των τραπεζών, οι οποίες –ειδικά μετά την κρίση του 2010– έσπευσαν να μετατρέψουν την ανάγκη για ανακεφαλαιοποίηση σε ευκαιρία για υπερκέρδη. Από τις υπερβολικές προμήθειες σε κάθε απλή πράξη, μέχρι την απροθυμία τους να χρηματοδοτήσουν μικρομεσαίους και νοικοκυριά, έδειξαν πως η στρατηγική τους δεν ήταν ούτε κοινωνικά υπεύθυνη ούτε μακροπρόθεσμα σοφή.
Αντί να επενδύσουν στη σχέση εμπιστοσύνης με τους πελάτες τους, προτίμησαν τη λογική του “πάρε ό,τι μπορείς, όσο πιο γρήγορα μπορείς”. Και όταν ο κόσμος αγανακτεί και στρέφεται κατά του τραπεζικού συστήματος, πολιτικά ή ιδεολογικά, εκπλήσσονται. Η αλήθεια είναι ότι οι ίδιες οι τράπεζες τροφοδοτούν τον λαϊκισμό που τις απειλεί. Η ρύθμιση Πιερρακάκη, εάν εφαρμοστεί ορθά, θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευκαιρία εξομάλυνσης αυτής της σχέσης. Αλλά οι τράπεζες πρέπει να καταλάβουν ότι η κοινωνική νομιμοποίηση δεν εξαγοράζεται με χορηγίες και καμπάνιες, αλλά χτίζεται με δίκαιες πρακτικές.