Η ανοδική πορεία του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών συνεχίζεται και μέσα στο 2025, με το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας να «πετά» σε νέα ρεκόρ επιβατικής κίνησης και να επιταχύνει το φιλόδοξο επενδυτικό του πλάνο.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η θερινή περίοδος εξελίσσεται θετικά, με τις αεροπορικές να ενισχύουν το πρόγραμμά τους με νέα δρομολόγια, ακόμα και σε προορισμούς μακρινής απόστασης υψηλής απόδοσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι για πρώτη φορά οι εβδομαδιαίες πτήσεις από τις ΗΠΑ ξεπερνούν τις 100, έναντι 83 το 2024 και 49 το 2019, με αποκορύφωμα τη σύνδεση Αθήνας – Λος Άντζελες που εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο.
Η ισχυρή τουριστική δυναμική οδήγησε την NBG Securities να αναβαθμίσει την τιμή στόχο για τον ΔΑΑ στα 11 ευρώ από 8,60 ευρώ, διατηρώντας πάντως ουδέτερη σύσταση λόγω της αβεβαιότητας στο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η αξιολόγηση βασίζεται σε παράγοντες όπως η υψηλή έκθεση στην κίνηση αναψυχής (86% το 2024), η ανάδειξη της Ελλάδας σε «ασφαλή» προορισμό και η ώθηση από το project του Ελληνικού.
Το 2024 ο ΔΑΑ κατέγραψε άνοδο 13,1% στους επιβάτες, μια από τις υψηλότερες αυξήσεις στην Ε.Ε., ενώ πρόσφατα απέσπασε την πρώτη θέση στα βραβεία του ACI Europe στην κατηγορία των 25-40 εκατ. επιβατών. Για φέτος, η πρόβλεψη μιλά για πάνω από 1.000 πτήσεις ημερησίως και διατήρηση της ανοδικής πορείας, με το πρώτο εξάμηνο ήδη να καταγράφει αύξηση 8%.
Επενδυτικό πλάνο – «Στοίχημα» τα 40 εκατ. επιβάτες
Η διοίκηση του ΔΑΑ έχει αποφασίσει να επιταχύνει το επενδυτικό πρόγραμμα, ύψους 1,28 δισ. ευρώ, με στόχο την εξυπηρέτηση 40 εκατομμυρίων επιβατών ετησίως έως το 2032. Η επέκταση του τερματικού σταθμού θα υλοποιηθεί σε φάσεις (33 εκατ. και 40 εκατ. επιβάτες), με τις πρώτες διαδικασίες να έχουν ήδη ξεκινήσει.
Η επίσπευση αναμένεται να αποφέρει εξοικονόμηση πόρων, εμπορικές συνέργειες και δημιουργία περισσότερων χώρων για καταστήματα και εστίαση, ενισχύοντας τον ρόλο της Αθήνας ως βιώσιμου τουριστικού προορισμού.
Η χρηματοδότηση θα προέλθει από επανεπένδυση μερίσματος και ήδη εξασφαλισμένο δανεισμό, περιορίζοντας τους κινδύνους ρευστότητας. Με μερισματική πολιτική άνω του 6%, η στρατηγική αυτή ενισχύει τα ίδια κεφάλαια και εξασφαλίζει αυξημένες αποδόσεις για το μέλλον.