Η ισχυρή σεισμική δόνηση των 5,2 Ρίχτερ που ταρακούνησε την Αττική και δεκάδες μετασεισμοί άνω των 2 βαθμών που ακολούθησαν, δείχνουν ότι το φαινόμενο βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Αν και δεν προκάλεσε ζημιές, έφερε στο φως ένα ανησυχητικό κενό: τα υποθαλάσσια ρήγματα του Νοτίου Ευβοϊκού παραμένουν αχαρτογράφητα εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες.
Τι λένε οι σεισμολόγοι
Ο Δρ. Γεράσιμος Χουλιάρας σημείωσε ότι «ο σεισμός είχε χαμηλή εδαφική επιτάχυνση, δεν δημιούργησε προβλήματα στα κτίρια της Αττικής και δεν μπορεί να ενεργοποιήσει μεγαλύτερα ρήγματα». Ωστόσο, η επιστημονική κοινότητα συμφωνεί πως χρειάζεται χρόνος για να διαπιστωθεί αν η μετασεισμική ακολουθία κρύβει κάτι περισσότερο.
Η καθηγήτρια Γεωλογικής Ωκεανογραφίας Δρ. Εύη Νομικού υπενθύμισε ότι η τελευταία χαρτογράφηση της περιοχής έγινε το 1989, με τεχνολογικά μέσα που σήμερα θεωρούνται ξεπερασμένα. «Από τότε, καμία νέα αποτύπωση των ρηγμάτων δεν έχει πραγματοποιηθεί», τόνισε, επισημαίνοντας ότι ο χάρτης που χρησιμοποιείται ακόμη βασίζεται σε έρευνα της δεκαετίας του ’80.
«Άγνωστο ρήγμα»;
Το ενδεχόμενο ο σεισμός να προήλθε από «άγνωστο» ρήγμα έχει ανησυχήσει τους ειδικούς. Η Νομικού εξηγεί ότι τα ρήγματα της περιοχής έχουν κυρίως βορειοδυτικό – νοτιοανατολικό προσανατολισμό και θεωρούνται μικρής σεισμικότητας. Ωστόσο, η έλλειψη επικαιροποιημένων χαρτών δεν επιτρέπει ασφαλή συμπεράσματα.
Γιατί είναι κρίσιμη η νέα χαρτογράφηση
Η χαρτογράφηση των υποθαλάσσιων ρηγμάτων δεν είναι απλή ακαδημαϊκή άσκηση. Αποτελεί εργαλείο για την Πολιτεία, ώστε να γνωρίζει:
-
ποια ρήγματα μπορούν να ενεργοποιηθούν,
-
τι μέγεθος σεισμού είναι ικανά να δώσουν,
-
πώς επηρεάζονται οι λεκάνες και τα ιζήματα του θαλάσσιου χώρου.
Όπως τονίζει η Νομικού, «χωρίς τέτοιους χάρτες δεν μπορεί να τοποθετηθεί με ακρίβεια το επίκεντρο μιας δόνησης, ούτε να προσδιοριστεί ποιο ρήγμα ενεργοποιήθηκε».
Μια «αθώα» δόνηση με σοβαρά ερωτήματα
Η δόνηση των 5,2 Ρίχτερ μπορεί να μην προκάλεσε ζημιές, αλλά λειτούργησε σαν υπενθύμιση ότι η Ελλάδα παραμένει μια σεισμογενής χώρα. Και στον Νότιο Ευβοϊκό, εκεί όπου ο τελευταίος χάρτης τραβήχτηκε το 1989, το ζητούμενο είναι πλέον σαφές: η επιστήμη χρειάζεται νέα δεδομένα – και η Πολιτεία πρέπει να τα ζητήσει.