Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
της Αγάπης Κόρμπε*
*Οικονομολόγος/Διεθνολόγος, με εξειδίκευση στην Πολιτική Επικοινωνία & τα Media
Πρώτη Φορά Αριστερά, κυριολεκτικά: γράφω αυτό το κείμενο με το αριστερό χέρι, γιατί το δεξί είναι στον γύψο. Και να πεις πως έπεσα για ιδανικά; Όχι, απλώς γλίστρησα στα μπουζούκια.
Ορθοπεδικά, το λένε «κάταγμα». Πολιτικά, θα το έλεγαν «αναγκαία θυσία για να πάμε μπροστά». Στην πραγματικότητα, απλώς στραβοπάτησα, κάπως αδέξια, κάπως κουλά. Κι ενώ κάθομαι τώρα με το χέρι ακινητοποιημένο, δεν μπορώ να μη σκεφτώ πόσο μοιάζει αυτή η κατάσταση με το πώς λειτουργεί η χώρα: μια διαρκής κουλαμάρα που σε βάζει στον γύψο.
Γιατί μπορεί για μένα να είναι συγκυριακό, αλλά για την ελληνική πολιτική είναι μόνιμο modus operandi. Κάθε κυβέρνηση πιάνει το ποτήρι και το αφήνει να της γλιστρήσει. Κάθε αντιπολίτευση πάει να σηκώσει βάρος και το αφήνει να της πέσει στο πόδι. Και όλοι μαζί θυμίζουν εκείνον τον φίλο που δεν πρέπει να του δώσεις ποτέ να κρατήσει τούρτα: θα τη δεις κάτω πριν προλάβεις να βάλεις κεράκι.
Από τα στραβοπατήματα στο δρόμο ως τα στραβοπατήματα στη Βουλή, στην Ελλάδα η αδεξιότητα δεν είναι ατύχημα, είναι πολιτική γραμμή.
Ο γύψος, βέβαια, έχει κι ένα συμβολικό φορτίο στην Ελλάδα. Κάποτε η χώρα μπήκε κυριολεκτικά «στον γύψο». Τώρα απλώς μπαίνει μεταφορικά: στην ακινησία, στη στασιμότητα, στην αδυναμία να κουνήσει χέρι-πόδι χωρίς να φοβηθεί ότι θα σπάσει κάτι. Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ να ζούμε με δεκανίκια που, όταν περπατάμε ίσια, μας φαίνεται ύποπτο.
Παρακολουθώ την πολιτική και αναρωτιέμαι: είναι δυνατόν να υπάρχει τόση συντονισμένη αδεξιότητα; Από το πώς διαχειρίζονται τα οικονομικά, πώς στήνουν φιέστες στη ΔΕΘ, πώς κάνουν μεταγραφές-κωλοτούμπες, μοιάζουν με μαθητευόμενους ταχυδακτυλουργούς που μπέρδεψαν τα χαρτιά και τελικά βγάζουν από το καπέλο… άδειο αέρα. Εγώ τουλάχιστον μπορώ να πω ότι στραβοπάτησα σε πάτωμα γεμάτο γαρύφαλλα. Αυτοί σε τι στραβοπατούν ακριβώς; Στα ίδια τους τα ψέματα;
Και φυσικά, όπως κάθε γιατρός που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και κάθε υπουργός έχει πάντα μια παρηγορητική ατάκα: «θα το φτιάξουμε». Το άκουσα κι εγώ στα Επείγοντα, την ώρα που το χέρι μου ήταν διπλωμένο σαν ζύμη. «Θα το φτιάξουμε, μην ανησυχείτε». Έξι εβδομάδες γύψος. Στη χώρα, πόσα χρόνια γύψος χρειάζονται για να «φτιαχτεί»; Και ποιος είναι ο φυσικοθεραπευτής που θα μας μάθει ξανά να χρησιμοποιούμε κανονικά τα άκρα μας; Γιατί κάτι μου λέει πως εδώ ούτε τα ιατρικά πρωτόκολλα δεν ακολουθούμε.
Έχω αρχίσει να σκέφτομαι πως το πραγματικό success story της Ελλάδας είναι η ικανότητά της να λειτουργεί μόνιμα σε κατάσταση αναπηρίας. Όλοι ξέρουν ότι είμαστε με σπασμένα κόκαλα, αλλά το παρουσιάζουν σαν επίτευγμα. Όπως θα έλεγε και η επίσημη ανακοίνωση: «Η Ελλάδα τρέχει με γύψο και πατερίτσες, κι όμως προηγείται». Ναι, μόνο που δεν μας λένε ότι ο αγώνας είναι… μονόδρομος κι εμείς είμαστε οι μόνοι που συμμετέχουμε.
Και μην ξεχνάμε την άλλη μεγάλη αλήθεια: η αδεξιότητα είναι μεταδοτική. Από τον υπουργό που κάνει στραβή δήλωση, στον βουλευτή που στραβοψηφίζει, στον δημοτικό σύμβουλο που στραβοσχεδιάζει. Κι όλο αυτό το θαυμαστό οικοδόμημα το αποκαλούν «διακυβέρνηση». Σαν να βλέπεις μια χώρα να οδηγεί με το αριστερό πόδι στο γκάζι και το δεξί στο φρένο, κι όποιο σπάσει πρώτο.
Τουλάχιστον εγώ ξέρω ότι σε έξι εβδομάδες ο γύψος θα βγει, θα κάνω φυσικοθεραπείες, θα ξαναχρησιμοποιήσω το χέρι μου και, με λίγη τύχη, θα επανέλθω πλήρως. Η χώρα όμως; Ποιος θα της αφαιρέσει τον γύψο; Ποιος θα της κάνει αποκατάσταση; Και κυρίως, ποιος θα της εξηγήσει ότι η κουλαμάρα δεν είναι φυσιολογική κατάσταση, αλλά πρόβλημα που χρειάζεται θεραπεία;
Στη χώρα του γύψου, μόνο οι μεταγραφές έχουν κίνηση.
Καλορίζικος Ανδρέα Λοβέρδο.