Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα δημοσιονομικής μεταρρύθμισης αναφέρει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, την πιθανή μεταβίβαση της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ – ή ενός μέρους του – στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Όπως επισημαίνει στην ετήσια έκθεσή του για το 2024, η πρόταση αυτή βασίζεται στην ανάγκη για πιο αποτελεσματική διαχείριση των δημόσιων πόρων και στην ενίσχυση του συνδέσμου μεταξύ τοπικής φορολογίας και παροχής υπηρεσιών.
Τα βασικά επιχειρήματα υπέρ της αλλαγής αυτής σχετίζονται με τις οικονομίες κλίμακας, καθώς ο ΕΝΦΙΑ καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις μεταβιβάσεις πόρων από την κεντρική διοίκηση προς τους δήμους. Παράλληλα, αφορά αποκλειστικά την ακίνητη περιουσία, η οποία εντοπίζεται γεωγραφικά εντός των ορίων κάθε δήμου – γεγονός που ενισχύει τη λογική της τοπικής διαχείρισης.
Πρόκειται, ωστόσο, για μια πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό κατά τη φάση της μετάβασης, προκειμένου να αποφευχθούν προβλήματα που θα υπονόμευαν την αποδοτικότητα του φόρου.
Η πρόταση αυτή δεν είναι νέα. Είχε διατυπωθεί ήδη από το 2018 από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος είχε προτείνει την ανάληψη της είσπραξης του ΕΝΦΙΑ από τους δήμους έως το 2021, με αντίστοιχη μείωση των κρατικών επιχορηγήσεων. Όπως είχε τότε αναφέρει, οι τοπικοί άρχοντες θα μπορούσαν να ρυθμίζουν τον φόρο, αλλά θα λογοδοτούσαν και στους πολίτες τόσο για το ύψος του όσο και για τις υπηρεσίες που προσφέρουν.
Παρά τις σχετικές συζητήσεις και προτάσεις, μέχρι σήμερα η είσπραξη του ΕΝΦΙΑ παραμένει υπό τον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης, αποφέροντας ετησίως περίπου 2,34 δισεκατομμύρια ευρώ.
Υπέρ της αποκέντρωσης αυτής φορολογικής αρμοδιότητας είχε ταχθεί και η επιτροπή Πισσαρίδη, επισημαίνοντας ότι η σύνδεση μεταξύ της πληρωμής του φόρου και των ανταποδοτικών υπηρεσιών θα ενίσχυε τη διαφάνεια και την αποδοτικότητα σε τοπικό επίπεδο.
Ο κ. Στουρνάρας, κλείνοντας, τονίζει ότι ο ΕΝΦΙΑ είναι ένας φόρος με μικρό περιθώριο φοροδιαφυγής, καθώς η βάση του – δηλαδή η ακίνητη περιουσία – είναι δύσκολο να αποκρυφθεί ή να αλλοιωθεί. Γι’ αυτό και θεωρείται ιδανικός για διαχείριση από τους δήμους, οι οποίοι μπορούν έτσι να ενισχύσουν την αυτονομία τους και να παρέχουν πιο ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες.
Πλεονεκτήματα από τη μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στους δήμους
- Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, αναλαμβάνοντας την είσπραξη του ΕΝΦΙΑ, δεν θα έχει να επωμιστεί το υψηλό κόστος ενός ελεγκτικού φορολογικού μηχανισμού, καθώς θα έχει το πλεονέκτημα που προκύπτει από την καλύτερη γνώση της ακίνητης περιουσίας και της χρήσης της εντός των ορίων της γεωγραφικής της περιφέρειας. Η γνώση αυτή θα επιτρέψει στους ΟΤΑ να λειτουργήσουν συμπληρωματικά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, βοηθώντας στον καλύτερο εντοπισμό εισοδημάτων από ακίνητα (π.χ. αδήλωτα).
- Τα έσοδα του φόρου θα συμβάλουν στην ενίσχυση της οικονομικής αυτοδυναμίας των ΟΤΑ και θα τους δίνουν τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται πιο στοχευμένα στις τοπικές ανάγκες (π.χ. ανάπτυξη τοπικών υποδομών και υπηρεσιών), διασφαλίζοντας την ανταποδοτικότητα του φόρου.
- Ταυτόχρονα, ενισχύεται η διαφάνεια ως προς τη χρήση των πόρων και τη λογοδοσία των τοπικών αρχών απέναντι στους πολίτες που πληρώνουν τους φόρους. Κατ’ επέκταση, βοηθά στην καλλιέργεια φορολογικής υπευθυνότητας και φορολογικής συνείδησης στους πολίτες.
- Το εν λόγω φορολογικό εργαλείο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους ΟΤΑ αναδιανεμητικά, με βάση το κριτήριο της κάθετης και οριζόντιας ισότητας (horizontal and vertical equity), ώστε οι φορολογούμενοι με την ίδια περιουσία και την ίδια φοροδοτική ικανότητα να φορολογούνται το ίδιο. Για παράδειγμα, η φορολόγηση ακινήτων θα μπορούσε να περιλαμβάνει απαλλαγές και εκπτώσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών (π.χ. ηλικιωμένους, άτομα χαμηλού εισοδήματος κ.ά.) ή/και να επιβάλλει προοδευτικό φορολογικό συντελεστή ανάλογα με την αξία του ακινήτου, όπως γίνεται στη Γαλλία, τη Δανία και την Ιρλανδία.
- Επιπρόσθετα, η καλή διαχείριση από την πλευρά των τοπικών αρχών ενδυναμώνει την αξιοπιστία τους, γεγονός που δυνητικά διευρύνει τους ορίζοντες χρηματοδότησής τους και την ικανότητα παρεμβάσεών τους για τη βελτίωση της καθημερινότητας των κατοίκων κάθε περιοχής.
Μειονεκτήματα
Όσον αφορά τα μειονεκτήματα της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ από τους δήμους, σημειώνεται η ορατή έλλειψη τεχνοκρατικής υποδομής για την πλειονότητα των δήμων και η ανάγκη εκπαίδευσης και εξοικείωσής τους με τα σχετικά εργαλεία.
Κάτι τέτοιο δεν είναι ανεξάρτητο από το μέγεθος των δήμων. Επιπλέον, αποτελεί πρόκληση, αφού η αποτελεσματική διαχείριση του φόρου περιουσίας προϋποθέτει τεχνογνωσία, εμπειρία και εξειδικευμένο προσωπικό, η υλοποίηση των οποίων εξαρτάται και από τη βούληση των ίδιων των δήμων.
Μια τέτοια προσπάθεια συνδέεται αναπόφευκτα με αυξημένο διοικητικό κόστος μεσοπρόθεσμα και ενδεχομένως με τον κίνδυνο κακοδιαχείρισης, που όμως θα αντισταθμίζεται από αμεσότερη λογοδοσία προς τις τοπικές κοινωνίες.
Θα πρέπει, τέλος, να επισημανθεί ότι η πλημμελής διαχείριση των φορολογικών εργαλείων θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανισότητες μεταξύ δήμων, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να συμβάλει και στον φορολογικό ανταγωνισμό (όσον αφορά τον φόρο περιουσίας), παραπέμποντας στην αναγκαιότητα κρατικής παρέμβασης και εποπτείας κατά τη διάρκεια του μεταβατικού σταδίου.