Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
Γράφει η Δρ Ελένη Δουνδουλάκη
Γενική Γραμματέας Σύγχρονου Πολιτισμού
Ο κινηματογράφος είναι πολλά περισσότερα από μια τέχνη ή μια μορφή ψυχαγωγίας. Είναι ένα μοναδικό μέσο αφήγησης και μια κιβωτός της ανθρώπινης εμπειρίας. Η οπτική μνήμη του κινηματογράφου, καταγράφει την πορεία μας και εν τέλει συνδιαμορφώνει τη συλλογική μας ταυτότητα. Αποτελεί επομένως πράξη ευθύνης να διαφυλάξουμε και αυτό το κομμάτι του πολιτιστικού μας αποθέματος.
Μέχρι πρότινος, η χώρα μας στερούνταν μιας ολοκληρωμένης και εξειδικευμένης μονάδας που να μπορεί να αναλάβει την ευαίσθητη και απαιτητική διαδικασία συντήρησης και αποκατάστασης ταινιών, με βάση τα διεθνή πρότυπα. Το Υπουργείο Πολιτισμού, αναγνωρίζοντας αυτή την ανάγκη και αξιοποιώντας πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενέταξε το έργο αυτό στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής για την αναβάθμιση των υποδομών του πολιτιστικού και δημιουργικού τομέα. Έτσι, το Εργαστήριο Ψηφιακής Αποκατάστασης Ταινιών της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, που εγκαινιάστηκε πριν από λίγες ημέρες, ήρθε να καλύψει αυτό το σημαντικό και διαχρονικό κενό.
Πρόκειται για ένα έργο εξαιρετικής σημασίας, καθώς συνίσταται στη δημιουργία ειδικών εγκαταστάσεων για την αποκατάσταση και την ψηφιοποίηση, δηλαδή τη μεταφορά ταινιών από αναλογικές σε ψηφιακές. Οι νέες εγκαταστάσεις είναι εξοπλισμένες με εξειδικευμένα μηχανήματα, τα οποία αξιοποιούνται τόσο στο πλαίσιο του παρόντος έργου, όσο και στη συνέχεια ως μόνιμη υποδομή. Αξίζει να σημειωθεί ότι στελέχη και τεχνικοί της ομάδας εκπαιδεύτηκαν στο διεθνούς φήμης εργαστήριο L’Immagine Ritrovata της Μπολόνια, με τη συνεργασία του οποίου σχεδιάστηκε και το Εργαστήριο της Ταινιοθήκης της Ελλάδος.
Πέραν της προφανούς αναγκαιότητας του συγκεκριμένου έργου, το Εργαστήριο θα δημιουργήσει νέες ειδικότητες, σε έναν ταχύτατα αναπτυσσόμενο τομέα, αυτόν της συντήρησης και αποκατάστασης κινηματογραφικών ταινιών.
Επιπροσθέτως, ελληνικά κινηματογραφικά έργα, τα οποία μέχρι σήμερα δεν ήταν πλέον προσβάσιμα στο κοινό, μετά την αποκατάστασή τους, θα μπορούν να προβληθούν ξανά στις αίθουσες και τα φεστιβάλ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως η δημιουργία του Εργαστηρίου αυτού αποτελεί ορόσημο για την προστασία και την ανάδειξη της κινηματογραφικής μνήμης. Ταυτόχρονα, σηματοδοτεί και την επιβεβαίωση του σημαντικού έργου που επιτελεί η Ταινιοθήκη εδώ και δεκαετίες. Ο φορέας έχοντας στην κατοχή του το μεγαλύτερο και σημαντικότερο αρχείο ταινιών της χώρας μας, που αποτυπώνει την εξέλιξη του ελληνικού και διεθνούς σινεμά, είναι μοναδικός στο είδος του στην Ελλάδα.
Από την ίδρυσή της, το 1963, η Ταινιοθήκη έχει ως στόχο την έρευνα, τη συγκέντρωση, τη διάσωση και την προβολή του κινηματογραφικού μας πλούτου. Επιπλέον, υπηρετεί και μια ευρύτερη αποστολή: την καλλιέργεια μιας ουσιαστικής σχέσης του Κοινού με την κινηματογραφική τέχνη και την προαγωγή της κινηματογραφικής παιδείας. Τώρα, λοιπόν, Ταινιοθήκη της Ελλάδος κατέχοντας την τεχνογνωσία της φυσικής και ψηφιακής αποκατάστασης, αποκτά, πλέον, ένα σύγχρονο εργαστήριο, εφάμιλλο αντίστοιχων ευρωπαϊκών Ταινιοθηκών.
Και ταυτόχρονα η χώρα μας πραγματοποιεί ένα σημαντικό βήμα για την προστασία και την ανάδειξη της κινηματογραφικής και οπτικοακουστικής κληρονομιάς. Στον ίδιο σχεδιασμό του Υπουργείου Πολιτισμού για τη διαμόρφωση εθνικής αρχειακής πολιτικής στον τομέα αυτό εντάσσεται, άλλωστε, και το μνημόνιο συνεργασίας που υπεγράφη πριν από λίγες μέρες μεταξύ του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Οπτικοακουστικών Μέσων και Δημιουργίας – Creative Greece και του Institut National de l’ Audiovisuel (INA), του εθνικού φορέα της Γαλλίας αρμόδιου για τα οπτικοακουστικά αρχεία.
Η διαφύλαξη της κινηματογραφικής κληρονομιάς είναι μια συνεχής αποστολή, που απαιτεί όραμα, προσήλωση, συνεργασία και συνένωση δυνάμεων. Το Εργαστήριο Ψηφιακής Αποκατάστασης Ταινιών της Ταινιοθήκης της Ελλάδος θα συμβάλει καθοριστικά σε αυτήν. Αλλά και θα αποτελέσει έναν σταθερό πυρήνα πολιτισμού που θα διαφυλάσσει το παρελθόν, θα εμπλουτίζει το παρόν και θα εμπνέει το μέλλον του ελληνικού και – γιατί όχι- του παγκόσμιου κινηματογράφου.
‘’Ελληνικά κινηματογραφικά έργα, τα οποία μέχρι σήμερα δεν ήταν πλέον προσβάσιμα στο κοινό, μετά την αποκατάστασή τους, θα μπορούν να προβληθούν ξανά στις αίθουσες και τα φεστιβάλ.
70 χρόνια Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου
Το καλοκαίρι του 1955, σε μια Ελλάδα που επούλωνε ακόμη της πληγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού φιλοξένησε για πρώτη φορά το Φεστιβάλ Αθηνών και το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου το ομώνυμο Φεστιβάλ, έχοντας προηγηθεί το 1954 στον ίδιο χώρο η ιστορική παράσταση του Ιππόλυτου του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη.
Από τότε ως σήμερα, το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου – οι δύο διοργανώσεις το 1998 συνενώθηκαν σε έναν ενιαίο φορέα – αποτελεί σημείο αναφοράς για το αρχαίο δράμα, τη μουσική, το θέατρο και τον χορό και δυναμικό πεδίο συνάντησης διακεκριμένων καλλιτεχνών από το διεθνές στερέωμα. Παράλληλα, διατηρώντας τον ιστορικό του χαρακτήρα, το Φεστιβάλ συμβαδίζει με την εποχή του, δίνοντας βήμα και σε νεότερες φωνές και πρωτοποριακές προσεγγίσεις, ως ζωντανό κομμάτι του πολιτιστικού διαλόγου εντός και εκτός Ελλάδας.
Φέτος, ο θεσμός γιορτάζει τα 70 του χρόνια και αποδεικνύει με τον πλέον εμφατικό τρόπο τη δύναμη και τον πλούτο που γεννά η σύζευξη της πολιτιστικής κληρονομάς με τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία.
Το πλούσιο επετειακό πρόγραμμα, με την υπογραφή της Καλλιτεχνικής Διευθύντριας Κατερίνας Ευαγγελάτου τιμά τη μακρόχρονη πορεία του Φεστιβάλ με τη συμμετοχή 3.000 καλλιτεχνών και παρουσιάζει πάνω από 100 παραγωγές, σε 14 χώρους, από την Επίδαυρο, το Ηρώδειο και την Πειραιώς 260 μέχρι το Θέατρο του Λυκαβηττού και το Ωδείο Αθηνών.
Ένας πολιτιστικός παλμός που χτυπά αδιάκοπα εδώ και επτά δεκαετίες, συνεχίζει να διασχίζει το χρόνο, χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στο ελληνικό και το παγκόσμιο, το διαχρονικό και το επίκαιρο. Μια γιορτή της τέχνης που εξελίσσεται, μετασχηματίζεται, ανανεώνεται και επιστρέφει κάθε καλοκαίρι για να αναδείξει τη ζωντανή συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού σε συνομιλία με το διεθνές καλλιτεχνικό γίγνεσθαι.