Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Στις 22 Απριλίου, ένα ανοιξιάτικο πρωινό που καμιά σχέση δεν έχει με τις παραδοσιακές πολιτικές εξαγγελίες του Σεπτεμβρίου στη ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ξεδίπλωσε ένα πακέτο οικονομικών παροχών. Έδωσε 250 ευρώ για χαμηλοσυνταξιούχους, επιστροφή ενός ενοικίου για ενοικιαστές, και υπόσχεση πως κάθε Νοέμβριο από δω και πέρα, οι πολίτες θα λαμβάνουν αυτό το ετήσιο «χαρτζιλίκι» τους. Κάποιοι είπαν «φιλοδώρημα», άλλοι «στήριξη». Κι όλοι αναρωτήθηκαν, μήπως πλησιάζουν κάλπες;
Η χρονική συγκυρία των εξαγγελιών είναι από μόνη της ύποπτη. Δεν είναι η ΔΕΘ, δεν είναι Πάσχα, δεν είναι κάποια δημοσιονομική ανάγκη που επιβάλλει άμεση παρέμβαση. Βεβαίως η υπεραπόδοση των δημοσίων οικονομικών και το «ξεχείλισμα» του δημόσιου ταμείου με χρήμα είναι μια καλή δικαιολογία, όμως τι θα εμπόδιζε τον κ. Μητσοτάκη να κάνει αυτές τις εξαγγελίες μετά το καλοκαίρι; Οπότε αυτομάτως υψώνεται στον αέρα η υποψία ότι κάτι κινείται παρασκηνιακά. Ένας υπολογισμός ανάμεσα στα επιτελεία της Νέας Δημοκρατίας και τον εκλογικό χάρτη. Μήπως, λένε οι καχύποπτοι, επιχειρείται να χτιστεί ένα αφήγημα που στο –σύντομο, εντός του 2025- τέλος του έχει κάλπες;
Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης σκέφτεται πρόωρες κάλπες για το φθινόπωρο, έχει λόγους να το κάνει. Πρώτον, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και η διαρκώς ενισχυόμενη Πλεύση Ελευθερίας, έχουν πλέον καταφέρει να ξεβολέψουν τη βολική γεωμετρία του πολιτικού χάρτη. Όσο πιο νωρίς αντιμετωπιστεί αυτή η «απειλή», τόσο καλύτερα. Εξάλλου, η «απειλή» είναι η άλλη όψη της «ευκαιρίας». Δεύτερο, η ελληνική οικονομία -παρότι καλύτερη απ’ ό,τι το 2015- παραμένει εύθραυστη, με την ακρίβεια και τα ενοίκια να τσακίζουν τα νεύρα και τις τσέπες των πολιτών. Αν υπάρχει κατάλληλη στιγμή για να δείξεις «μέρισμα καρδιάς», είναι τώρα.
Αλλά με τι δίλημμα θα πάει στις κάλπες; Το «σταθερότητα ή χάος» έχει πολυφορεθεί, πάντα όμως αποδεικνύεται αποτελεσματικό αν πλασαριστεί κατάλληλα. Βοηθά σ’ αυτό και η παρουσία της Ζωής, η οποία εύκολα θα πει ότι «δεν έχει φετίχ με τα νομίσματα» ή ότι ένα κομμάτι του χρέους είναι παράνομο και δεν πρέπει να πληρωθεί. Αυτά από μόνα τους, και δίχως καν να τα υπογραμμίσει ο Μητσοτάκης, φέρνουν αναμνήσεις του 2015 και τον αντίστοιχο τρόμο. Το «πρόοδος ή συντήρηση» δεν πιάνει πια. Εδώ ο μέσος πολίτης παλεύει να πληρώσει το σούπερ μάρκετ, όχι να σώσει τον Διαφωτισμό.
Βεβαίως, η πολιτική των επιδομάτων έχει τα όριά της. Διότι όσο κι αν η επιδοματική πολιτική χρυσώνει τη συγκυρία, δεν απαντά στα δομικά προβλήματα. Στην ανισότητα, στην ανεργία των νέων, στη μετανάστευση των επιστημόνων. Είναι άλλο πράγμα η προσωρινή ανακούφιση και άλλο η διαρκής και μόνιμη ανασυγκρότηση.
Η κυβερνητική παρέμβαση στις αγορές ενοικίων είναι ένα σημαντικό βήμα, αν και συνοδεύεται από αποκλεισμούς. Η επιστροφή του ενοικίου αφορά κυρίως αυτούς με εισοδήματα κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο, περιορίζοντας έτσι τον αριθμό των ωφελούμενων. Αυτό ενδεχομένως να δημιουργήσει μία αίσθηση αδικίας σε όσους δεν πληρούν τα κριτήρια, αλλά από την άλλη πλευρά, προσφέρει μία στοχευμένη στήριξη στους πιο ευάλωτους.
Παραλλήλως έχει και δυο ακόμα παραμέτρους. Πρώτον, ενδέχεται να οδηγήσει σε νέα αύξηση των ενοικίων –αφού πληρώνει το κράτος, εγώ ανεβάζω- αλλά και σε καυγάδες ανάμεσα σε ενοικιαστές και ιδιοκτήτες για το θέμα των «μαύρων». Καθότι μόνο τα «άσπρα» και φανερά θα πληρώνονται κάθε Νοέμβρη στους ενοικιαστές. Από την άλλη, το 250άρι για τους χαμηλοσυνταξιούχους μπορεί να φανεί ως μία μικρή ανάσα, αλλά και πάλι, πολλοί θεωρούν ότι είναι απλώς μια “φιλοδώρημα” που δεν αντιμετωπίζει τα πραγματικά προβλήματα των συνταξιούχων.
Η ενίσχυση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων αποτελεί ένα θετικό βήμα, καθώς ανοίγει δρόμους για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας. Οι δημόσιες επενδύσεις έχουν μακροπρόθεσμα θετικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία, αφού ενισχύουν τη βιομηχανία και δημιουργούν υποδομές που μπορούν να ωφελήσουν τη χώρα στο σύνολό της.
Ειδικά όσον αφορά το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να ισχυροποιήσει την οικονομική θέση της χώρας και να τονώσει την ανάπτυξη με την ενίσχυση μεγάλων έργων υποδομής. Αυτό είναι ένα στρατηγικό στοίχημα που μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα στο μέλλον, ενισχύοντας τη δυνατότητα της Ελλάδας να ανταγωνιστεί σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Οι δημόσιες επενδύσεις αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την ανάπτυξη και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, προετοιμάζοντας τη χώρα για το μέλλον και δημιουργώντας θέσεις εργασίας σε τομείς που σήμερα δείχνουν εξαιρετική ζήτηση, όπως η τεχνολογία, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η καινοτομία.
Και στο μεταξύ, η αντιπολίτευση… μίζερη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλά για «ψίχουλα», το ΠΑΣΟΚ αναρωτιέται «γιατί τώρα;», και η Πλεύση Ελευθερίας ζητά κάτι πιο… θεσμικό. Όλοι θέλουν επιδόματα, αλλά κανένας δεν τα εγκρίνει όταν δίνονται. Θέλουν κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά όταν προσφέρεται 250άρι στον παππού, είναι «λαϊκισμός». Αυτή η αντιφατικότητα υπονομεύει όχι μόνο την αξιωματική αντιπολίτευση αλλά και την ίδια την έννοια της πολιτικής πρότασης. Η αδυναμία της αντιπολίτευσης να παρουσιάσει μια εναλλακτική στρατηγική ενισχύει τη θέση του κυβερνώντος κόμματος, καθιστώντας την πολιτική επικοινωνία πιο εύκολη και πιο αποδοτική.
Το χειρότερο; Ότι στην προσπάθειά τους να αποδομήσουν τον πρωθυπουργό, του χαρίζουν το μονοπώλιο της πράξης. Γιατί ο μέσος πολίτης δεν ακούει τις ενστάσεις. Βλέπει απλώς το 250άρι να πέφτει στο ΑΤΜ. Και σκέφτεται, «κάτι είναι κι αυτό».
Οπότε, ναι, ίσως πάμε για εκλογές. Ίσως όχι. Είναι πολύ πιθανό, ο Μητσοτάκης να παλεύει εντός με το θεσμικό κομμάτι του χαρακτήρα του που θέλει εκλογές κατά τις συνταγματικές προθεσμίες. Μια χώρα πάντως που συνηθίζει να βαδίζει με κουπόνια, αργά ή γρήγορα θα ψηφίζει και με αυτά. Οι πολίτες, που σήμερα νιώθουν την ανάγκη για άμεση οικονομική ενίσχυση, ενδέχεται να δώσουν την ψήφο τους με βάση τη στιγμιαία τους ανάγκη και όχι το συνολικό όραμα για την επόμενη δεκαετία.
Άλλωστε, όπως είχε πει κάποτε και ο μακαρίτης Καραμανλής, «η Ελλάς προώρισται να ζήσει». Το ερώτημα είναι αν προορίζεται να επιδοτείται. Αν οι πολίτες επιλέξουν μια κατεύθυνση αναγκαίας βελτίωσης της καθημερινότητάς τους μέσω της κρατικής στήριξης ή αν η χώρα θα αναλάβει τον δύσκολο, αλλά πιο ουσιαστικό δρόμο της ουσιαστικής μεταρρύθμισης και ανάπτυξης.