Δημοσιεύτηκε στην ψηφιακή εφημερίδα Ipaper
του Απόστολου Χονδρόπουλου
Αναμφίβολα, η στεγαστική ακρίβεια συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία. Αποδεικνύεται όμως στην πράξη και ένα από τα πλέον δυσεπίλυτα, καθώς παρά το πλήθος των εν εξελίξει πρωτοβουλιών, η ανοδική κούρσα των ενοικίων δεν ανακόπτεται.
Οι μέχρι τώρα παρεμβάσεις, ενισχυμένες και από την πρόσφατη εξαγγελία επιστροφής ενός ενοικίου κάθε Νοέμβριο, αθροίζονται σε 6,5 δις ευρώ. Ως εκ τούτου, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει πως το ζήτημα αυτό συνιστά όντως προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Το ερώτημα όμως είναι εάν η συνολική φιλοσοφία των παρεμβάσεών της αντιμετωπίζουν επαρκώς την δομική πλευρά του;
Προγράμματα όπως το “Σπίτι μου Ι και ΙΙ”, είναι βέβαιο ότι έχουν στηρίξει ουσιαστικά την ζήτηση και έχουν βοηθήσει κυρίως νέα ζευγάρια να αποκτήσουν δική τους στέγη. Είναι όμως σαφές και ότι δεν αγγίζουν τον πυρήνα του προβλήματος που βρίσκεται στην προσφορά, καθώς οι παρεμβάσεις με στόχο την αύξηση των διαθέσιμων κατοικιών δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα.
Καμία αντίρρηση ότι αυτό δεν θα συμβεί από την ημέρα στην άλλη και ότι χρειάζεται χρόνος για να αποδώσουν τα μέτρα για ανακαινίσεις ή τα φορολογικά κίνητρα που στοχεύουν στο άνοιγμα κλειστών σπιτιών, στη μεταφορά κατοικιών από την βραχυχρόνια στην μακροχρόνια μίσθωση, στο ρίξιμο στην αγορά σπιτιών από το απόθεμα που διατηρούν οι τράπεζες, στην αποτελεσματική εφαρμογή της “κοινωνικής αντιπαροχής”.
Ήδη όμως συμπληρώνονται σχεδόν τρία χρόνια από την ΔΕΘ 2022 που ανακοινώθηκε το πρώτο φιλόδοξο πρόγραμμα ύψους 1,8 δις και η ουσία του προβλήματος παραμένει. Και όλοι πλέον αντιλαμβάνονται πως όση επιτυχία και αν έχουν τα προγράμματα στήριξης της ζήτησης, το στεγαστικό δεν θα αντιμετωπιστεί εάν δεν καταστεί δυνατό να αυξηθεί το απόθεμα των διαθέσιμων κατοικιών. Αν δεν δοθούν δηλαδή ακόμη πιο γενναία κίνητρα για να ανοίξουν κλειστά σπίτια, αλλά, κυρίως, αν δεν οργανωθεί, επιτέλους, και μία αποτελεσματική πολιτική “κοινωνικής στέγης”.