Δημοσιεύτηκε στην ψηφιακή εφημερίδα Ipaper
του Μιχάλη Χριστοδουλίδη, Διπλ. Μηχανολόγου Μηχανικού Α.Π.Θ, Ενεργειακού Επιθεωρητή
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ, οι μη τεχνικές απώλειες του δικτύου (δηλαδή η ρευματοκλοπή) από 4,3% της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης το 2020, αυξήθηκε σε 5,06% το 2023. Δυστυχώς παρόλο τις προσπάθειες εντατικοποίησης των ελέγχων από τον ΔΕΔΔΗΕ οι τάσεις
είναι αυξητικές.
Ο ίδιος ο ΔΕΔΔΗΕ, μάλιστα, στην εισήγησή του προς τη ΡΑΑΕΥ για την έγκριση του ρυθμιζόμενου εσόδου περιόδου 2025-2028 προτείνει ως αποδεκτό επίπεδο απωλειών το 11,36% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας, με το επιχείρημα ότι ο έλεγχός τους βρίσκεται εκτός αποκλειστικής ευθύνης του, τοποθέτηση που προκάλεσε δυσφορία τόσο στη ΡΑΑΕΥ όσο και στο ΥΠΕΝ.
Οι συνολικές απώλειες δικτύου (τεχνικές και μη) στην Ελλάδα αυξήθηκαν στο 11,4% το 2023, από 5,9% μία δεκαετία πριν, κάτι που με βάση πρόσφατη έκθεση του Συμβουλίου των Ευρωπαίων Ρυθμιστών Ενέργειας (CEER) φέρει τη χώρα μας στην 5η χειρότερη επίδοση μεταξύ 33 ευρωπαϊκών χωρών. Στη δε Ευρωπαϊκή Ένωση κατέχει αρνητική πρωτιά, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο απωλειών δικτύου να κινείται στο 5,5%.
Με έναν πρόχειρο υπολογισμό και με βάση ότι η χώρα μας καταναλώνει ετησίως περίπου 55.000GWh και με βάση το ανωτέρω ποσοστό του 5,06% που αφορά απώλειες λόγω ρευματοκλοπής, αυτό αντιστοιχεί σε μια απώλεια της τάξης των 2.780GWh επί 15 λεπτά περίπου μια μέση τιμή χρέωσης της κιλοβατώρας, μας κάνει 417 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Ποιος όμως πληρώνει αυτή την χασούρα; Σίγουρα όχι ο ΔΕΔΔΗΕ, αλλά ο συνεπής καταναλωτής μέσα από τους μηνιαίους λογαριασμούς του ρεύματος.