Καλεσμένοι, φίλοι, διοργανωτές και έκθετες της ΔΕΘ φτάνουν καθημερινά και θα έρχονται διαρκώς μέχρι την τελευταία ημέρα για τη φετινή 89η έκθεση της πόλης μας. Και οι πολίτες της Θεσσαλονίκης ακούν και πάλι τις εξαγγελίες του πολιτικού, οικονομικού και επιχειρηματικού κόσμου για τη «συμπρωτεύουσα» του ελληνικού κράτους. Υπάρχει όμως αυτή η λέξη; Υπάρχει η «συμπρωτεύουσα» και αν ναι, σε τι αναφέρεται και σε τι παραπέμπει;
Ο όρος «συμπρωτεύουσα» χρησιμοποιείται συχνά στην καθομιλουμένη για να περιγράψει τη Θεσσαλονίκη, σε μια προσπάθεια να τονιστεί ο ρόλος της ως δεύτερης σημαντικής πόλης μετά την Αθήνα. Ωστόσο, από γλωσσολογική και διοικητική άποψη, ο όρος αυτός είναι κατασκευασμένος και ανύπαρκτος. Όσο και αν στεναχωρήσω κάποιους, η αλήθεια είναι ότι ο όρος δεν έχει καμία ουσιαστική βάση σε διοικητικό, νομικό ή οικονομικό επίπεδο. Δεν προκύπτει από το Σύνταγμα, ούτε από κάποια επίσημη κρατική ή θεσμική αναγνώριση. Δεν υπάρχει, δηλαδή, θεσμικά κατοχυρωμένος τίτλος ή ρόλος που να προσδίδει στη Θεσσαλονίκη χαρακτήρα δεύτερης πρωτεύουσας. Η Αθήνα είναι η μόνη αναγνωρισμένη πρωτεύουσα της χώρας, και καμία άλλη πόλη δεν φέρει κάποιον αντίστοιχο ή παραπλήσιο ρόλο από πλευράς εξουσίας, λειτουργιών ή διοικητικής σημασίας. Στην ελληνική έννομη τάξη και στη διοικητική πραγματικότητα, η Ελλάδα διαθέτει μία και μοναδική πρωτεύουσα, την Αθήνα, όπως ορίζεται ρητά από το Σύνταγμα, το οποίο δεν κάνει απολύτως καμία αναφορά σε «συμπρωτεύουσα» ή σε δεύτερη πρωτεύουσα.
Ο χαρακτηρισμός «συμπρωτεύουσα» είναι ένα ρητορικό κατασκεύασμα, που δημιουργήθηκε περισσότερο για λόγους εντυπωσιασμού και για να αναδειχθεί η ιδιαίτερη θέση της Θεσσαλονίκης στην εθνική ζωή. Χρησιμοποιείται συχνά στον δημόσιο λόγο, στον τύπο και στην καθημερινότητα, όμως δεν έχει καμία επίσημη ή θεσμική ισχύ. Συνεπώς, ο όρος αυτός, παρότι έχει περάσει στη γλώσσα ως σύμβολο τιμής και αναγνώρισης, δεν υφίσταται ως πραγματική ορολογία και δεν ανταποκρίνεται σε κάποια νομική ή πολιτειακή πραγματικότητα.
Ο όρος προέκυψε κυρίως για να καλλιεργήσει ένα αίσθημα ισοτιμίας ή τουλάχιστον αναγνώρισης απέναντι στην κυριαρχία της Αθήνας. Στη Θεσσαλονίκη -μια πόλη με μακραίωνη ιστορία, πολιτισμικό βάθος και γεωστρατηγική σημασία- η έννοια της «συμπρωτεύουσας» ακούγεται ευχάριστη, ενισχύει το τοπικό φρόνημα και δημιουργεί την ψευδαίσθηση ενός ρόλου που ξεπερνά τον απλό χαρακτήρα της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της χώρας. Όμως πρόκειται ακριβώς για αυτό: για μια ψευδαίσθηση. Μια λέξη που, αν και κολακευτική, είναι κενή περιεχομένου.
Το πρόβλημα ωστόσο με τον όρο «συμπρωτεύουσα» δεν είναι απλώς ότι είναι ψευδής· είναι ότι λειτουργεί καθησυχαστικά και αποπροσανατολιστικά. Χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της ουσιαστικής διεκδίκησης ρόλων και πόρων. Αντί να απαιτηθεί μια αποκεντρωμένη κρατική λειτουργία, με αναβάθμιση θεσμών, υποδομών και επενδύσεων στη Βόρεια Ελλάδα, καταφεύγουμε σε μια λέξη-παρηγοριά. Η Θεσσαλονίκη δεν χρειάζεται «τιμητικούς» τίτλους· χρειάζεται έργα, παρουσία, ουσία.
Παρά ταύτα, ο όρος έχει περάσει βαθιά στην κουλτούρα της πόλης. Οι Θεσσαλονικείς τον αγκαλιάζουν ασμένως και προσδοκούν από το κενό περιεχόμενό του όχι επειδή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά επειδή προσφέρει μια αίσθηση ταυτότητας και σημασίας σε ένα κράτος υπερσυγκεντρωμένο γύρω από την Αθήνα. Η «συμπρωτεύουσα» είναι μια λέξη-καθρέφτης: δεν δείχνει αυτό που είναι, αλλά αυτό που θα ήθελε να είναι. Μια φαντασίωση αυτοεπιβεβαίωσης απέναντι στο αθηνοκεντρικό κράτος.