Σε μια συγκυρία κατά την οποία η αξιοπιστία των θεσμών και η αποτελεσματικότητα του κράτους βρίσκονται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει να ανοίξει ένα από τα πλέον φορτισμένα και εμβληματικά ζητήματα της μεταπολιτευτικής περιόδου: τη μονιμότητα στο Δημόσιο.
Η πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος, ώστε να προβλέπεται η δυνατότητα παύσης μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων σε περιπτώσεις συστηματικής ανεπάρκειας, δεν αποτελεί απλώς μια τεχνική παρέμβαση στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Είναι πολιτική δήλωση – μια θεσμική ρήξη με το λεγόμενο «βαθύ κράτος» και τις παθογένειες που το συνοδεύουν δεκαετίες τώρα.
Αλλαγή παραδείγματος ή εργαλειοποίηση της αξιολόγησης;
Η κυβέρνηση επιχειρεί να παρουσιάσει την πρωτοβουλία αυτή ως ώριμη ανάγκη και θεσμική κατοχύρωση της αξιολόγησης στον δημόσιο τομέα. Η αποπομπή «ανεπαρκών» υπαλλήλων, όπως τη θέτει ο πρωθυπουργός, συνδέεται άμεσα με μια νέα κουλτούρα λογοδοσίας, στην οποία ο κρατικός υπάλληλος δεν αποτελεί «άβατο» αλλά κρίκο μιας αλυσίδας απόδοσης.
Όμως, για την αντιπολίτευση και ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, η πρόταση εγείρει σοβαρά ερωτήματα: Ποιος κρίνει ποιος είναι ανεπαρκής; Πώς διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα της αξιολόγησης; Μήπως ανοίγει η πόρτα για κομματικές διώξεις και αυθαιρεσίες εις βάρος εργαζομένων χωρίς προσβάσεις;
Το πολιτικό στοίχημα στο Κέντρο και η πίεση στο ΠΑΣΟΚ
Η επιλογή Μητσοτάκη να βάλει στην ατζέντα το ζήτημα της μονιμότητας δεν είναι μόνο θεσμική – είναι και βαθιά πολιτική. Απευθύνεται ευθέως στο εκλογικό Κέντρο, στους πολίτες που στήριξαν το «Ναι» στο δημοψήφισμα του 2015, ζητούν αποτελεσματικό κράτος, αλλά δεν ταυτίζονται απαραίτητα με παραδοσιακές συντηρητικές θέσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται αντιμέτωπο με μια στρατηγική πρόκληση: Θα επιλέξει να διαχωρίσει τη θέση του ή θα ακολουθήσει αμυντική στάση; Ο πρωθυπουργός με δηλώσεις του στοχεύει ευθέως τον Νίκο Ανδρουλάκη, καλώντας τον σε σαφή θέση και καταλογίζοντάς του «ασάφεια» και υπεκφυγές.
Αναθεώρηση με συναινέσεις ή πολιτική μονομέρεια;
Η συνταγματική αναθεώρηση απαιτεί ευρύτερες πλειοψηφίες. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο προωθείται η συζήτηση, εν μέσω πολιτικής τοξικότητας και με φρασεολογία που επιτείνει τον διχασμό, ενδέχεται να ακυρώσει την ίδια την προοπτική συναίνεσης.
Η πρόκληση για τον Μητσοτάκη δεν είναι απλώς να πείσει τους πολίτες για την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης, αλλά να χτίσει ευρύτερο θεσμικό μέτωπο εμπιστοσύνης και όχι πολιτικό παιχνίδι επιβολής.
Το στοίχημα της πολιτικής ηγεμονίας
Η άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο δεν είναι απλώς μια πρόταση. Είναι δοκιμασία πολιτικής ηγεμονίας. Αν η ΝΔ καταφέρει να πείσει ότι η μεταρρύθμιση αυτή αποτελεί εργαλείο για ένα σύγχρονο, αποτελεσματικό και δίκαιο κράτος, μπορεί να καταγράψει σημαντική στρατηγική νίκη. Αν όμως η πρόταση εκληφθεί ως εργαλείο ιδεολογικής ή ταξικής επίθεσης, τότε ο πολιτικός αντίκτυπος μπορεί να είναι διχαστικός και αμφίσημος.