Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκουρης καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα π.Χ., η Ρώμη βρισκόταν σε μια περίοδο συνεχών εμφύλιων συγκρούσεων και πολιτικών αναταραχών. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά περιστατικά που μαρτυρούν τη δύναμη της προσωπικότητας του Ιουλίου Καίσαρα και την ιδιαίτερη σχέση του με τους άνδρες του, είναι η στιγμή κατά την οποία, σε μια κρίσιμη καμπή, τους προσφώνησε όχι πλέον ως «στρατιώτες», αλλά ως «πολίτες». Αυτό το γεγονός έμεινε στην ιστορία όχι μόνο για την ευφυΐα του Καίσαρα ως ηγέτη, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να χειριστεί την αφοσίωση και την ψυχολογία του στρατεύματός του.
Το περιστατικό τοποθετείται χρονικά λίγο μετά τον πόλεμο με τον Πομπήιο. Ο Καίσαρας, έχοντας οδηγήσει τους λεγεωνάριούς του σε αλλεπάλληλες νίκες, ζήτησε να συνεχίσουν μια εκστρατεία που απαιτούσε νέες θυσίες. Οι άνδρες του, κουρασμένοι από τις αδιάκοπες πορείες και μάχες, έδειξαν απροθυμία. Μερικοί μάλιστα διαμαρτυρήθηκαν ανοιχτά, απαιτώντας να επιστρέψουν στη Ρώμη και να λάβουν τα πλούτη και τις ανταμοιβές που θεωρούσαν ότι δικαιούνταν. Ο Καίσαρας, αντί να τους τιμωρήσει με την αυστηρότητα που συνηθιζόταν στη ρωμαϊκή πειθαρχία, βρήκε έναν τρόπο να τους συγκλονίσει και να τους φέρει πίσω με το μέρος του.
Μπροστά στο στράτευμα, ο Καίσαρας χρησιμοποίησε έναν όρο βαρυσήμαντο. Δεν τους αποκάλεσε «στρατιώτες» (milites), αλλά «πολίτες» (cives). Η λέξη αυτή, που σε κάθε άλλη περίπτωση θα αποτελούσε τιμή, χρησιμοποιήθηκε εδώ ως ειρωνεία. Με μια μόνο λέξη, τους θύμισε πως, αν ήθελαν να παραιτηθούν από τον αγώνα, μπορούσαν να το κάνουν: θα ήταν απλώς απλοί πολίτες, χωρίς δόξα, χωρίς μέρος στη μεγαλειώδη πορεία που είχε οραματιστεί. Δεν θα ανήκαν πλέον στην επίλεκτη ομάδα που είχε κατακτήσει τόσα και είχε χαρίσει στη Ρώμη ανείπωτες νίκες.
Η αντίδραση ήταν άμεση. Οι λεγεωνάριοι, οι οποίοι είχαν μάθει να αντλούν την ταυτότητά τους από τον τίτλο του στρατιώτη του Καίσαρα, ένιωσαν ντροπή. Το να χάσουν αυτήν την ιδιότητα ισοδυναμούσε με απώλεια τιμής. Έτσι, οι ίδιοι οι άνδρες παρακάλεσαν τον στρατηγό τους να τους δεχθεί ξανά ως «στρατιώτες», να τους επιτρέψει να συνεχίσουν την πορεία μαζί του και να μη μείνουν απλοί «πολίτες». Με αυτή την κίνηση, ο Καίσαρας πέτυχε δύο στόχους: διατήρησε την πειθαρχία χωρίς βία και ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τη λατρεία που του έτρεφαν οι λεγεωνάριοι του.
Το επεισόδιο αυτό αποδεικνύει την ευφυΐα του Καίσαρα στη διαχείριση ανθρώπων. Αντί να καταφύγει στη σκληρότητα, γνώριζε πώς να χρησιμοποιήσει τον λόγο για να αγγίξει την ψυχή των στρατιωτών. Στη ρωμαϊκή κοινωνία, όπου η τιμή και το κύρος ήταν αξίες υπέρτατες, η απώλεια της ιδιότητας του «στρατιώτη» ισοδυναμούσε με κοινωνικό αποκλεισμό. Ο Καίσαρας χρησιμοποίησε αυτήν την ευαισθησία για να τους παρακινήσει.
Η στιγμή που οι στρατιώτες ικέτευσαν να μην είναι «πολίτες», αλλά «στρατιώτες του Καίσαρα», αποκαλύπτει και κάτι βαθύτερο: την προσωπική σχέση που είχαν με τον ηγέτη τους. Δεν ήταν μια τυπική στρατιωτική σχέση, αλλά μια αμοιβαία σύνδεση που στηριζόταν στη δόξα, την εμπιστοσύνη και τη συμμετοχή σε ένα κοινό όραμα. Χάρη σε τέτοια επεισόδια, ο Ιούλιος Καίσαρας έμεινε στην ιστορία όχι μόνο ως κατακτητής και πολιτικός, αλλά και ως ένας από τους μεγαλύτερους «ψυχολόγους της εξουσίας» της αρχαιότητας.