Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Το καλοκαίρι στην Ελλάδα δεν είναι πια μόνο μια εποχή. Είναι και απειλή. Δεν είναι ανεμελιά, δεν είναι ζέστη, δεν είναι καρπούζι στο μπαλκόνι ούτε παιδικά γέλια σε αυλές. Είναι κόκκινος ουρανός, μανιασμένοι άνεμοι, στάχτη που πέφτει σαν χιόνι, συναγερμοί στο κινητό και κόσμος με βαλίτσες να τρέχει ανάμεσα στις φλόγες.
Φέτος, το 2025, οι φωτιές ήρθαν πιο νωρίς. Δεν περίμεναν τον Αύγουστο. Από τον Ιούνιο ακόμη, έβαλαν φωτιά στο ημερολόγιο και το καλοκαίρι έγινε καψαλίθρα. Μια χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη μυρίζει καμένο. Πάνω από 145 πυρκαγιές εκδηλώθηκαν μόνο σε ενάμιση μήνα. Σε μία μόλις εβδομάδα του Ιουλίου, η Πυροσβεστική αντιμετώπισε 58 μεγάλα μέτωπα ταυτόχρονα. Κρήτη, Χίος, Ήπειρος, Αττική, Εύβοια. Μέρη που άλλοτε έκαιγε μόνο ο ήλιος, τώρα τα καίνε φλόγες που κάνουν πάρτι ως τον ουρανό.
Οι φωτιές έχουν καταπιεί ήδη περισσότερα από 92.000 στρέμματα δασικών και αγροτικών εκτάσεων, με ρυθμό καύσης που σε κάποιες περιοχές ξεπέρασε τα 2.500 στρέμματα την ώρα. Δεκάδες χωριά εκκενώθηκαν. Περισσότεροι από 18.000 άνθρωποι επηρεάστηκαν, είτε με άμεση απομάκρυνση είτε με ζημιές σε περιουσίες. Οι απώλειες σε θερμοκήπια, καλλιέργειες, γεωργικά μηχανήματα και υποδομές ξεπερνούν ήδη τα 80 εκατομμύρια ευρώ σε πρώιμες εκτιμήσεις.
Δεν είχαμε θύματα, ευτυχώς, αλλά αυτό είναι θέμα τύχης και λειτουργίας του 112. Συχνά ακούω να γκρινιάζουν ότι γίνεται υπερβολική χρήση του, αλλά τότε απαντώ «καλύτερα υπερβολική, παρά λειψή ή καθόλου χρήση». Με το 112 καταφέραμε να μην είναι κάθε χρόνος 2018, να μην ξαναζήσουμε το Μάτι. Αλλά η μοίρα δεν ξεχνά, απλώς περιμένει να επιστρέψει.
Το 2023 κάηκαν σχεδόν ένα εκατομμύριο στρέμματα. Το 2021, η Εύβοια είχε μείνει γυμνή, σαν γέρικη πλάτη που της έκαψαν τις τρίχες. Το 2007, η Πελοπόννησος κάηκε σα να την κατάπιε η Γη. Και τότε, και τώρα, και κάθε φορά, η ιστορία επαναλαμβάνεται, όχι σαν φάρσα, αλλά σαν θερμοκρασία που ανεβαίνει μέχρι το κόκκινο και παραμένει εκεί.
Ο φετινός Ιούλιος είναι ξηρός. Στους κάμπους δεν φυτρώνει ούτε τύψη. Το έδαφος ξερό, τα βουνά αφυδατωμένα. Οι πευκοβελόνες δεν χρειάζονται σπίθα, ανάβουν και μόνο με το βλέμμα. Οι άνεμοι τρέχουν πιο γρήγορα από τα πυροσβεστικά. Το θερμόμετρο χτυπά 45 και 46 βαθμούς, σε κάποιες περιοχές αγγίζει τους 47. Δεν έχει μείνει ούτε υγρασία ούτε κουράγιο. Και το νερό λιγοστεύει. Οι δεξαμενές ανεφοδιασμού είναι περισσότερες, αλλά οι πηγές λιγότερες. Η ξηρασία δεν καίει, αλλά ταΐζει τη φωτιά.
Ο μηχανισμός καταστολής φέτος είναι ενισχυμένος. Πάνω από 100 εναέρια μέσα επιχειρούν καθημερινά – από Canadair και Air-Tractor μέχρι ελικόπτερα Ericsson. Οι ΕΜΟΔΕ (Ειδικές Μονάδες Δασικών Επιχειρήσεων) αυξήθηκαν σε 16. Οι μόνιμοι πυροσβέστες ξεπερνούν τις 9.000, ενώ άλλοι 4.000 εποχικοί έχουν προστεθεί για το φετινό καλοκαίρι. Νέα drones επιχειρούν σε 24ωρη βάση για τον εντοπισμό καπνών, ενώ οι περιπολίες, τουλάχιστον στα χαρτιά, καλύπτουν σχεδόν 80% των επικίνδυνων περιοχών.
Αλλά και πάλι δεν αρκεί. Δεν προλαβαίνουμε. Τρέχουμε πίσω από τις φλόγες. Δεν τις προλαβαίνουμε στο ξεκίνημα. Στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου το καταφέραμε την περασμένη βδομάδα, αλλά αυτή η φωτιά ξέσπασε μέρα μεσημέρι και ήταν μέσα στην πρωτεύουσα. Πιο έξω τι κάνουμε;
Δεν καθαρίζουμε δάση, δεν διαχειριζόμαστε καύσιμη ύλη, δεν ελέγχουμε τις εστίες πριν γεννηθούν. Σχεδόν 6 στους 10 δήμους δεν έχουν εκπονήσει σχέδιο πρόληψης πυρκαγιάς, ούτε καταρτίσει λίστες εθελοντών. Ο κρατικός μηχανισμός περιμένει τη φωτιά να ξεκινήσει, και μετά, απλώς… κάνει ό,τι μπορεί. Αλλά οι φλόγες δεν έχουν υπομονή. Και εμείς, ως κοινωνία –πέραν του κράτους- πάμε με το πάσο μας και κυρίως με τις ψυχολογικές μας μεταπτώσεις.
Αρνούμαστε να πειθαρχήσουμε στις βασικές οδηγίες πρόληψης ή αρχίζουμε την μουρμούρα. «Και πόσες φορές να καθαρίσω την αυλή ή το οικόπεδο μου; Τα χόρτα ξαναμεγαλώνουν αμέσως.» «Ξέρεις πόσο μου κοστίζει κάθε καθαρισμός;» «Και που να βρω άνθρωπο να μου ξεχορταριάσει;» «Κι αν τα καθαρίσω, που να πάω τα κλαδιά;» «Και γιατί να τα χαλάσω εγώ με τον γείτονα μου καταγγέλλοντας τον που δεν καθάρισε το οικόπεδο του; Να το κάνει ο δήμος.» «Τι με μπερδεύουν με πλατφόρμες στις οποίες πρέπει να δηλώσω τον καθαρισμό; Που ξέρω εγώ απ’ αυτά;» Με τούτα και με κείνα, η φωτιά που κατεβαίνει απ’ το βουνό, φτάνει στην αυλή μας.
Και μετά αρχίζει η κλάψα. «Το κράτος είναι υποχρεωμένο να με προστατεύσει». Ναι, είναι. Αλλά δεν μπορεί. Όχι απόλυτα, όχι ολοκληρωτικά. Κανένα κράτος δεν μπορεί. Ούτε η Αμερική, ούτε η Σουηδία, ούτε το Ισραήλ. Οι φωτιές δεν σέβονται νόμους. Καίνε τα πάντα, σπίτια, μαγαζιά, μνήμες, ζωές.
Και τότε έρχεται η άλλη κλάψα. «Το κράτος είναι υποχρεωμένο να με αποζημιώσει, να με αποκαταστήσει». Ωραία. Κι έρχεται. Σου δίνει τρεις χιλιάδες ευρώ για την οικοσκευή. Κι ένα χαμηλότοκο δάνειο. Κάποια προκαταβολή για να γκρεμίσεις και να ξαναχτίσεις. Αλλά το σπίτι δεν το ξαναβλέπεις. Το μαγαζί δεν ξανανοίγει. Η επιχείρηση δεν ξαναπαίρνει μπροστά. Το θερμοκήπιο έλιωσε, ο εξοπλισμός κάηκε, η δουλειά σου τελείωσε. Κι εσύ περιμένεις ένα επίδομα.
Όμως δεν είναι λύση αυτό. Δεν είναι πρόνοια, είναι ανακούφιση, παυσίπονο στο ακρωτηριασμένο. Αν θέλεις πραγματικά να ξανασταθείς όρθιος, πρέπει να έχεις προβλέψει. Πρέπει να έχεις ασφαλιστεί. Όχι για πληρώσεις μειωμένο ΕΝΦΙΑ, που καλό είναι αυτό ως μέτρο, αλλά για τη ζωή σου. Για την περιουσία σου. Για τα κόπια σου.
Αν καείς κι έχεις ασφάλεια, έχεις ελπίδα. Αν καείς και δεν είσαι ασφαλισμένος, έχεις μόνο οργή. Και η οργή δεν χτίζει σπίτια.
Ξέρω τι θα πεις. Δεν βγαίνουμε. Πληρώνουμε τόσα, θα πληρώνουμε και ασφάλεια σπιτιού; Ναι. Γιατί αν καείς, δεν θα ξαναβγείς ποτέ. Θα μείνεις με τις στάχτες και τις αναμνήσεις. Ό,τι έχτισες με κόπο χρόνων, θα χαθεί σε δέκα λεπτά. Για 150 ευρώ τον χρόνο, τόσο κοστίζει η μέση ασφάλεια πυρός ενός μεσαίου σπιτιού. Η φωτιά δεν κάνει εκπτώσεις. Δεν λέει «αυτός ήταν καλός άνθρωπος, δεν θα τον κάψω». Ούτε «αυτή η επιχείρηση έχει 25 χρόνια ιστορία». Καίει τα πάντα, ισοπεδώνει τα πάντα.
Ας σοβαρευτούμε λοιπόν. Όχι μόνο ως πολίτες, αλλά ως ενήλικες. Η ασφάλιση περιουσίας δεν είναι πολυτέλεια. Είναι επιβίωση. Όχι για να μειώσουμε τον ΕΝΦΙΑ, αλλά για να μπορούμε, όταν όλα καταρρεύσουν, να σηκώσουμε κεφάλι. Να ξαναφτιάξουμε. Να ξαναζήσουμε.
Γιατί το καλοκαίρι στην Ελλάδα δεν συγχωρεί. Και η φωτιά δεν περιμένει να ψηφίσουμε για να κάψει. Αν θες να έχεις αύριο, πρέπει να προστατευτείς σήμερα. Όχι μόνο με νόμους και επιχειρησιακά σχέδια – αλλά με λογική, πρόνοια και μια υπογραφή στο συμβόλαιο ασφάλισης. Αυτή είναι η αληθινή αυτοάμυνα, στον κόσμο που αλλάζει.