Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Το εμπόδιο μοιάζει ανυπέρβλητο κι ο ρεαλισμός των δεδομένων καθιστά δυσάρεστες τις απαντήσεις. Το ακαδημαϊκό έτος 2026-2027, ο αριθμός των υποψηφίων μαθητών στις εισαγωγικές εξετάσεις θα είναι μικρότερος εξαιτίας της κάθετης πτώσης των γεννήσεων η οποία έχει ως αφετηρία το 2009 όταν για πρώτη φορά ανακόπηκε ο σταθεροποιημένος ρυθμός των γεννήσεων.
Εφεξής θα μειώνεται συνεχώς και σε βάθος δεκαετίας οι φοιτητές δημοσίων και ιδιωτικών πανεπιστημίων θα μειωθούν τουλάχιστον κατά 30%. Πρόκειται για αναπότρεπτο μέγεθος καθώς οι 118.302 γεννήσεις του 2008 κατέρρευσαν στις 62.500 το 2024. Είναι δε τρομερό, αν αναλογιστεί κανείς ότι φέτος οι εισακτέοι ανέρχονται στις 68.788, περίπου δηλαδή το 60% των γεννηθέντων της περιόδου 2007-2008. Όσα μωρά είδαν το φως της ζωής πέρυσι στην Ελλάδα ισοδυναμούν αριθμητικά πάνω–κάτω με όσους θα φοιτήσουν φέτος στα ελληνικά πανεπιστήμια!
Συνεπώς, όχι μόνο δεν υπάρχουν περιθώρια διαλόγου, ο οποίος άλλωστε δεν έχει καταλήξει πουθενά 15 χρόνια τώρα, αλλά οι μόνες δραστικές λύσεις εστιάζονται α) στις περικοπές και β) στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των πανεπιστημίων, ιδίως των περιφερειακών ώστε να γίνουν προσιτά σε πληθυσμούς γειτονικών κρατών. Η κριτική για την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) ή τα μη κρατικά ΑΕΙ ωχριά μπροστά στην πραγματικότητα αφού από το 2026, εξαιτίας του δημογραφικού, θα διαγωνίζονται σε Πανελλήνιες εξετάσεις 2.000-5.000 λιγότεροι υποψήφιοι κατ’ έτος. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2010 οι γεννήσεις έπεσαν στις 114.766, το 2011 στις 106.428, το 2012 στις 100.371, το 2013 στις 94.134, το 2014 στις 92.148 και το 2015 στις 91.847. Η συρρίκνωση συνεχίστηκε σε μεγαλύτερο βαθμό το 2020 φθάνοντας στις 84.764, ενώ το 2022 και το 2023 μειώθηκαν περαιτέρω σε 76.095 και 71.455 για να φτάσουν στον σημερινό εφιάλτη.
Από τους 85.000-90.000 φοιτητές που εισήχθησαν το 2010 σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, υπό τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες του πρώτου μνημονίου, πλέον και παρά την επιστροφή της χώρας σε υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς, η κοινωνική δυναμική φθίνει απογοητευτικά. Το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) έχει περίπου εξαφανιστεί και λόγω της τεχνητής νοημοσύνης που υποχρεώνει σε δια ζώσης εξετάσεις τους φοιτητές. Στην Πάτρα, την Κέρκυρα, τα Γιάννενα, στη Λάρισα, τη Θεσσαλονίκη, στη Δυτική Μακεδονία και στο Βόρειο Αιγαίο, οι περισσότερες σχολές θα υποδεχθούν 10-20 φοιτητές ενώ κάποια Πολυτεχνικά κυρίως τμήματα (γεωλόγων κτλ.) δεν εμφανίζουν κανένα ενδιαφέρον.
Ευρωπαϊκοί δείκτες
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, «ο αριθμός των νεογέννητων στην ΕΕ δεν έχει μειωθεί ποτέ τόσο απότομα».
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι τα νεογέννητα θα μειωθούν κατά 5,4% και θα είναι μόνο 3,67 εκατομμύρια το 2026, ενώ κατά την περίοδο 2014-2023, ο αριθμός των νεογέννητων από μητέρες μετανάστριες αυξήθηκε κατά 645% στην Πολωνία.
Τα ποσοστά αυξήθηκαν επίσης απότομα στη Μάλτα, +159%, στην Εσθονία, +92%, και στην Πορτογαλία, +91%. Τα μόνα μέλη της ΕΕ όπου τα ποσοστά των παιδιών μεταναστών μειώθηκαν ήταν η Κροατία, -41,3%, η Ελλάδα, -33,7%, η Ιταλία, -27,5%, η Λετονία, -19,1% και η Γαλλία με -0,5%.
Σχεδόν το ένα τέταρτο των νεογέννητων μωρών (23%) στην ΕΕ το 2023 είχε μητέρα αλλοδαπή. Στο Λουξεμβούργο, ήταν σημαντικά περισσότερα από τα παιδιά που γεννήθηκαν από δύο Λουξεμβούργιους γονείς (67% έναντι 33%). Ποσοστά τουλάχιστον 30% αναφέρθηκαν επίσης στη Γερμανία, την Ισπανία, την Αυστρία, τη Σουηδία και το Βέλγιο, μεταξύ άλλων, ενώ στη Γαλλία τα νεογέννητα με αλλοδαπές μητέρες ήταν 25%.
Τα χαμηλότερα ποσοστά – όλα κάτω από 5% – καταγράφηκαν από τη Βουλγαρία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία.
Γήρανση
Την ίδια στιγμή, η μέση ηλικία του πληθυσμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να ανεβαίνει με σταθερό ρυθμό, αντανακλώντας τις βαθιές δημογραφικές μεταβολές των τελευταίων είκοσι ετών. Σύμφωνα με τη Eurostat, η μέση ηλικία των Ευρωπαίων έφτασε το 2024 τα 44,7 έτη, από 39,3 το 2004 — μια αύξηση 5,4 ετών σε μόλις δύο δεκαετίες. Στην κορυφή των πιο «ηλικιωμένων» πληθυσμών βρίσκεται η Ιταλία (48,7 έτη), η Βουλγαρία και η Πορτογαλία (47,1 έτη) και η Ελλάδα (46,9 έτη).
Από τις 27 χώρες της ΕΕ, μεταξύ 2004-2024, οι 19 κατέγραψαν αύξηση του πληθυσμού τους και οι οκτώ μείωση. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες που συρρικνώθηκαν πληθυσμιακά, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του κύματος φυγής λόγω της οικονομικής κρίσης.
Ωστόσο η μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας ήταν πιο συγκρατημένη, σε σύγκριση με άλλες χώρες, τόσο σε σχετικά όσο και σε απόλυτα μεγέθη.
Συνολικά μεγέθη
Στις αρχές του 2024, ο πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανήλθε σε 449 εκατομμύρια άτομα, σημειώνοντας αύξηση 0,4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η άνοδος αυτή, που μεταφράζεται σε 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους, δεν προήλθε από αύξηση των γεννήσεων, αλλά σχετίζεται κυρίως με την εντατικοποίηση των μεταναστευτικών ροών μετά την πανδημία, καθώς και με την προσωρινή υποδοχή προσφύγων από την Ουκρανία, λόγω της ρωσικής εισβολής. Οι πέντε πιο πολυπληθείς χώρες της ΕΕ —Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Πολωνία— συγκεντρώνουν τα δύο τρίτα του συνολικού πληθυσμού, ενώ στο άλλο άκρο βρίσκονται μικρά κράτη όπως η Μάλτα, το Λουξεμβούργο και η Κύπρος.
Αύξηση
Σε βάθος χρόνου, η ΕΕ είδε τον πληθυσμό της να αυξάνεται κατά 4% μέσα σε δύο δεκαετίες, από 432,8 εκατομμύρια το 2004 σε 449,2 εκατομμύρια το 2024 λόγω των μεταναστευτικών ροών οι οποίες εντάθηκαν με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Χώρες όπως το Λουξεμβούργο (+48%), η Μάλτα (+41%) και η Ιρλανδία (+33%) γνώρισαν εντυπωσιακή άνοδο, κυρίως λόγω μετανάστευσης. Αντίθετα, κράτη της Ανατολικής Ευρώπης —όπως η Λετονία, η Βουλγαρία και η Λιθουανία— κατέγραψαν διψήφιες απώλειες πληθυσμού, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της φυγής εργατικού δυναμικού.