Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Ανδρέα Μαζαράκη
Αν ο φόνος δημιούργησε κάποιες χαίνουσες “τρύπες” στον καμβά της ευρωπαϊκής κοινωνίας, υπήρξαν επίσης κι άλλες, πιο ύπουλες δημογραφικές απουσίες, σαν να είχε αφαιρεθεί τελείως από το κέντημα μία ολόκληρη κλωστή. Η πιο εκπληκτική απ’ αυτές, και εκείνη που έγινε περισσότερο αισθητή σε όλους, ήταν η απουσία των αντρών. Φωτογραφίες της επαρχιακής Βρετανίας την Ημέρα της Νίκης στην Ευρώπη δείχνουν ομάδες αποκλειστικά γυναικών και παιδιών στους δρόμους να πανηγυριζόμουν το τέλος του πολέμου — εκτός από τους ηλικιωμένους, ή κάποιους λίγους αδειούχους στρατιώτες, οι άντρες λείπουν από τις εικόνες. Οι άνθρωποι σ’ αυτές τις φωτογραφίες χαμογελούν, διότι γνωρίζουν ότι η απουσία των αντρών τους είναι μόνο προσωρινή.
Σε άλλα μέρη της Ευρώπης δεν υπήρχαν τέτοιες βεβαιότητες. Οι περισσότεροι Γερμανοί στρατιώτες, κι εκείνοι από άλλες χώρες του Άξονα, φυλακίστηκαν στο τέλος του πολέμου — πολλοί απ’ αυτούς δε θα επέστρεφαν για χρόνια. Και φυσικά εκατομμύρια άντρες όλων των εθνικοτήτων δε θα επέστρεφαν ποτέ. «Στα χιλιάδες μίλια που ταξιδέψαμε στη Γερμανία», έγραψε ένας Βρετανός ταγματάρχης μετά τον πόλεμο, «το πιο εκπληκτικό γεγονός απ’ όλα ήταν η ολοκληρωτική απουσία αντρών μεταξύ των ηλικιών 17 και 40. Ήταν μια γη γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων».
Σε πολλά άλλα μέρη της Ευρώπης ολόκληρες γενιές νεαρών γυναικών ήταν καταδικασμένες σε αγαμία, για τον απλό λόγο ότι οι περισσότεροι από τους ντόπιους άντρες ήταν νεκροί. Στη Σοβιετική Ένωση, για παράδειγμα, υπήρχαν 13 εκατομμύρια περισσότερες γυναίκες απ’ ό,τι άντρες στο τέλος του πολέμου. Η απώλεια των αντρών γινόταν πιο σκληρά αισθητή στην ύπαιθρο, όπου το 80% των εργατών στα κολεκτιβικά αγροκτήματα ήταν γυναίκες.
Η απογραφή του 59’
Σύμφωνα με την απογραφή του 1959, το ένα τρίτο όλων των Σοβιετικών γυναικών που είχαν φτάσει σε ηλικία 20 ετών κατά τη δεκαετία 1929-38 παρέμεναν ανύπαντρες. Η Ευρώπη δεν είχε μετατραπεί μόνο σε μία ήπειρο γυναικών, αλλά και σε μία ήπειρο παιδιών. Στο χαοτικό διάστημα που ακολούθησε τον πόλεμο, πολλά παιδιά είχαν αποχωριστεί τις οικογένειές τους και ζούσαν μαζί σε συμμορίες για ασφάλεια.
Το 1946 υπήρχαν ακόμα 180.000 περιπλανώμενα παιδιά που ζούσαν στη Ρώμη, στη Νάπολη και στο Μιλάνο: αναγκάζονταν να κοιμούνται σε κατώφλια σπιτιών και σε αλέες, και συντηρούνταν κλέβοντας, ζητιανεύοντας και εκδιδόμενα. Το πρόβλημα ήταν τόσο μεγάλο, ώστε ο ίδιος ο Πάπας έκανε έκκληση στον κόσμο να βοηθήσει τα παιδιά της Ιταλίας «που περιπλανώνται άσκοπα μέσα στις πόλεις και τα χωριά, ξεχασμένα και εκτεθειμένα σε πολλούς κινδύνους».
Στη Γαλλία οι αγρότες τα έβρισκαν συχνά να κοιμούνται μέσα σε θημωνιές. Στη Γιουγκοσλαβία και στην ανατολική Σλοβακία οι παρτιζάνοι έβρισκαν ομάδες πεινασμένων παιδιών να ζουν στα δάση, σε σπηλιές και σε ερείπια. Το καλοκαίρι του 1945 υπήρχαν 53.000 χαμένα παιδιά μόνο στο Βερολίνο. Ένα τέτοιο παιδί, ένα κορίτσι, βρήκε ο Βρετανός αντισυνταγματάρχης Ουίλιαμ Μπίφορντ-Τζόουνς να μένει μέσα σε μία ρωγμή στο μνημείο του Κάιζερ Γουλιέλμου στο Βερολίνο. Όταν τη ρώτησε τι έκανε εκεί, του είπε πως ήταν το ασφαλέστερο μέρος που μπορούσε να βρει για να κοιμηθεί: «Κανείς δεν μπορεί να με βρει. Είναι ζεστά εδώ, δεν έρχεται κανείς».
Όταν το γερμανικό Γραφείο Κοινωνικής Πρόνοιας ήρθε να την πάρει, χρειάστηκαν ώρες υπομονετικού δελεασμού για να την πείσουν να βγει έξω.
Τέτοιες ιστορίες δείχνουν άλλη μία καταστροφική απουσία στον καμβά της Ευρώπης — την απουσία γονέων. Το πρόβλημα ήταν ιδιαίτερα άσχημο σ’ εκείνα τα μέρη της Ευρώπης που είχαν καταστραφεί περισσότερο από τον πόλεμο. Στην Πολωνία, για παράδειγμα, υπήρχαν περισσότερα από ένα εκατομμύριο «ορφανά του πολέμου» — ένας όρος που στη βρετανική και αμερικανική επίσημη διάλεκτο σήμαινε τα παιδιά που είχαν χάσει τουλάχιστον έναν γονιό.
Στη Γερμανία υπήρχαν πιθανώς άλλο ένα εκατομμύριο: μόνο στον βρετανικό τομέα υπήρχαν 322.053 καταγεγραμμένα ορφανά του πολέμου το 1947. Η έλλειψη πατεράδων, ή στην πραγματικότητα οποιουδήποτε άρρενος προτύπου, ήταν τόσο κοινή ώστε θεωρείτο αρκετά φυσιολογικό από τα ίδια τα παιδιά. «Μπορώ να θυμηθώ μόνο ένα αγόρι που είχε πατέρα», λέει ο Αντρέι Κ., ένας Πολωνός από τη Βαρσοβία που έμεινε σε μία σειρά από στρατόπεδα εκτοπισμένων ατόμων αμέσως μετά τον πόλεμο. «Οι άντρες ήταν πολύ παράξενα πλάσματα, διότι σπανίως υπήρχε κανείς απ’ αυτούς εκεί γύρω».
UNESCO
Σύμφωνα με την UNESCO, το ένα τρίτο όλων των παιδιών στη Γερμανία είχαν χάσει τους πατεράδες τους. Αυτή η έλλειψη πατεράδων και πατρικής επίβλεψης μπορούσε μερικές φορές να έχει απρόσμενα τυχερά. Ο Αντρέι K., για παράδειγμα, αναγνωρίζει τις κακουχίες των παιδικής του ηλικίας, αλλά θυμάται με νοσταλγία κάποια από τα παιχνίδια που συνήθιζε να παίζει αυτός και τα άλλα αγόρια μέσα και γύρω από τα στρατόπεδα εκτοπισθέντων ατόμων στη νότια Γερμανία. Ο ίδιος ο Αντρέι είχε την ευκαιρία να παίζει με παιχνίδια τα οποία τα περισσότερα σημερινά παιδιά μόνο να φανταστούν μπορούν:
Εμείς τα παιδιά ήμασταν σαν αδέσποτα σκυλιά. Η ζωή ήταν πολύ ενδιαφέρουσα Τότε! Ο φόβος είχε φύγει, ο ήλιος έλαμπε και υπήρχαν καταπληκτικά πράγματα να βρει κανείς. […] Μια φορά βρήκαμε μία οβίδα πυροβολικού που δεν είχε εκραγεί. Γνωρίζαμε ότι ήταν επικίνδυνη κι έτσι τη φυλάγαμε μέσα σε έναν χείμαρρο για κάμποσο καιρό γιατί δεν ξέραμε τι να την κάνουμε. […] Τελικά βάλαμε την οβίδα μέσα σε μια φωτιά και τρέξαμε στην αντίθετη πλευρά της κοιλάδας για να δούμε τι θα γίνει. Σημειώθηκε μία τρομερή έκρηξη. Ποτέ δε σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσε να περάσει κάποιος από εκεί τη λάθος ώρα — ήμασταν τελείως απερίσκεπτα.
Μιαν άλλη φορά βρήκαμε κάμποσα πυρομαχικά γερμανικού πολυβόλου, πάρα πολλά. Έτσι τα βάλαμε μέσα σε μία μεταλλική σόμπα που κάποιος είχε πετάξει στο δάσος, προσθέσαμε μερικά ξύλα και την ανάψαμε. Ήταν φανταστικό! Τα πυρομαχικά τής άνοιξαν τρύπες μέχρι που έγινε σαν κόσκινο! Σε άλλες περιπτώσεις ο Αντρέι και οι φίλοι του άναψαν φωτιές με δοχεία γεμάτα με πετρέλαιο, έκαψαν τα βλέφαρά τους βάζοντας φωτιά σε άκαπνη πυρίτιδα, πετούσαν βλήματα όλμων ο ένας στον άλλον και πυροδότησαν μία αντιαρματική ρουκέτα Panzerfaust: «κι αυτό επίσης ήταν πολύ καλό!».
Ο μεγαλύτερος φόβος του όλον εκείνο τον καιρό δεν ήταν το ότι θα μπορούσε να τραυματιστεί, αλλά μήπως η μητέρα του ανακαλύψει με τι ασχολείτο. Μία φορά διέσχισε με τα πόδια ακόμη και ένα ναρκοπέδιο για να μαζέψει τα άγρια βατόμουρα που μεγάλωναν πλάι σε κάτι εγκαταλελειμμένα γερμανικά στρατιωτικά καταφύγια. «Αυτό έγινε λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο», εξηγεί, «και οι νάρκες ήταν ορατές. Έτσι αποφασίσαμε ότι μπορούσαμε να περάσουμε απέναντι περπατώντας — άλλωστε, μπορούσαμε να τις δούμε, κι έτσι ήμασταν ασφαλείς. […] Ήμασταν ανόητοι, και τυχεροί. Αν δεν είχες μυαλό, έπρεπε να έχεις τύχη. Ήταν όμως υπέροχα βατόμουρα…».
Ο Αντρέι ήταν τυχερός από πολλές απόψεις. Όχι μόνο γλίτωσε από κάποιον σοβαρό τραυματισμό, αλλά είχε ακόμη μαζί του τη μητέρα του. Κάμποσο καιρό μετά τον πόλεμο εμφανίστηκε και ο πατέρας του, που είχε πολεμήσει με το II Πολωνικό Σώμα Στρατού στην Ιταλία. Αυτή ήταν μια πολυτέλεια που η ζωή την είχε αρνηθεί σε περίπου 13 εκατομμύρια άλλα παιδιά της Ευρώπης. Ένα σημαντικό μέρος απ’ αυτά είχαν χάσει και τους δύο γονείς τους, και έως τον Σεπτέμβριο του 1948 υπήρχαν κάποια —γύρω στα 20.000 συνολικά— που ακόμη περίμεναν να δουν αν μπορούσαν να βρεθούν τα ίχνη έστω κι ενός συγγενούς τους.
Η ψυχολογία των ορφανών
Οι ψυχολογικές μελέτες των ορφανών δείχνουν ότι συχνά είναι, όπως καταλαβαίνει κανείς, πιο επιρρεπή στο άγχος και στην κατάθλιψη απ’ ό,τι άλλα παιδιά. Τείνουν περισσότερο προς την εκκεντρική και αντικοινωνική συμπεριφορά, είναι πιθανότερο να αυτοκτονήσουν, έχουν υψηλότερα ποσοστά χρήσης ναρκωτικών και αλκοόλ, χαμηλότερη αυτοεκτίμηση και χειρότερη υγεία.
Για τα μικρά παιδιά, οι γονείς αντιπροσωπεύουν το συμπαγές του κόσμου και το πώς λειτουργεί: όταν οι γονείς τους χάνονται ξαφνικά, χάνουν τα θεμέλια πάνω στα οποία είναι χτισμένη η κατανόησή τους για τον κόσμο. Επιπλέον της φυσιολογικής διαδικασίας στέρησης, τέτοια παιδιά πρέπει να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι ο κόσμος, στα μάτια τους, έχει γίνει ένα μέρος ουσιαστικά ασταθές.
Η ίδια διαδικασία συνέβη εν πολλοίς στην Ευρώπη ως σύνολο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η ζοφερή ατμόσφαιρα απουσίας άλλαξε την «ψυχολογία» της ηπείρου σε ένα θεμελιώδες επίπεδο. Όχι μόνο δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι είχαν βιώσει την απώλεια φίλων, οικογένειας και αγαπημένων προσώπων, αλλά πολλές περιοχές είχαν αναγκαστεί να τα βγάλουν πέρα με την εξολόθρευση ολόκληρων κοινοτήτων, και όλα τα έθνη με το θάνατο μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού τους. Συνεπώς, οποιαδήποτε έννοια σταθερότητας είχε χαθεί — όχι μόνο για τα άτομα ξεχωριστά, αλλά σε κάθε επίπεδο της κοινωνίας.
Αν αποστερημένα από τους συγγενείς τους άτομα τείνουν να ενεργούν εκκεντρικά, τότε το ίδιο ισχύει και για τις κοινότητες ή ακόμη και για ολόκληρα έθνη. Η Ευρώπη είχε υποστεί πολλές αναταράξεις παλαιότερα, αλλά η τεράστια κλίμακα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ξεπερνούσε κατά πολύ οτιδήποτε είχε συμβεί επί αιώνες. Άφησε την Ευρώπη όχι μόνο λεηλατημένη, αλλά κατάπληκτη.